Μία ακόμα υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας έρχεται στην επιφάνεια, με αφορμή τη σύλληψη της γνωστής influencer Super Κικής και τα όσα διαδραματίζονται τις τελευταίες ημέρες. Η ίδια και η φίλη της καταγγέλθηκαν από τον 37χρονο πρώην σύντροφο της τελευταίας ότι έβαλαν άνδρα να τον ξυλοκοπήσει. Όμως αναδεικνύεται μία άλλη διάσταση στην υπόθεση.
«Το πρωί ήρθε στο σπίτι και μπήκε με τα κλειδιά του. Παρότι τον παρότρυνα να αποχωρήσει μέχρι να τελειώσω με τη μετακόμιση, εκείνος συνέχιζε να με ρωτάει για ποιο λόγο χωρίζουμε. Με έβριζε και με απειλούσε και ταυτόχρονα έκανε κινήσεις να με χτυπήσει. Έντρομη πήρα την κόρη μου γρήγορα και φύγαμε για το μαγαζί όπου εργάζομαι», ανέφερε η φίλη της Super Κικής.
Η γνωστή influencer τονίζει από την πλευρά της: «Παλεύουμε μήνες να ξεμπλέξουμε από αυτό! Γι’ αυτό έμενε και σπίτι μου η κοπέλα! Στις 8 το πρωί μπούκαρε στο σπίτι της. Με πήρε τηλέφωνο η 10 χρονών κόρη της, κλαίγοντας και μου είπε ότι έχει μπει μέσα και τις απειλεί!».
Από την πλευρά του, ο δικηγόρος της φίλης της Super κικής, Μιχάλης Τριανταφύλλου, σημειώνει για την υπόθεση: «Η εντολέας μου είχε καταγγείλει τρεις φορές στο παρελθόν τον πρώην σύντροφό της για κακοποιητική συμπεριφορά και έχουν σχηματιστεί τρεις αντίστοιχες ποινικές δικογραφίες οι οποίες εκκρεμούν ενωπίως της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών. Δύο από αυτές μάλιστα έχουν προσδιοριστεί ενώπιον Τριμελούς Αυτοφώρου Πλημμελειοδικείου Αθηνών τους προσεχείς μήνες.
Υπήρχε ένας περιοριστικός όρος που ετέθη από το Τριμελές Αυτόφωρο Πλημμελειοδικείο Αθηνών, ώστε ο κύριος αυτός να μην πλησιάζει την εντολέα μου μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του δικαστηρίου. Ο όρος αυτός δεν έγινε σεβαστός από τον κατηγορούμενο και πρώην σύντροφο της εντολέως μου και σαφώς τον καταπάτησε την 20η Φεβρουαρίου όταν εισήλθε εντός της οικείας της.
Τα ασφαλιστικά μέτρα ή οποιοσδήποτε περιοριστικός όρος τεθεί από το δικαστήριο έχει ουσιαστική σημασία. Δεν είναι ένας τυπικός όρος. Δυστυχώς όμως δεν μπορεί να προστατεύσει το θύμα από κάποιον ο οποίος έχει αποφασίσει να μη σέβεται τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Άρα χρειάζεται ένας άλλο τρόπος ώστε το θύμα να νοιώθει ότι η αστυνομία μπορεί να επέμβει άμεσα και να το προστατεύσει όταν ο κακοποιητής παραβιάζει τους όρους που τού θέτει η Πολιτεία.
Το μεγάλο πρόβλημα και ο φόβος της δικής μου εντολέως είναι ακριβώς αυτό: Το τι θα συμβεί στο μέλλον. Τι θα συμβεί όταν η υπόθεση αυτή φύγει από τα φώτα της δημοσιότητας, όταν ξεχαστούνε όλα, σε ένα δύο, τρεις μήνες. Πώς δηλαδή θα προστατευτεί ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας και μάλιστα επανειλημμένης.
Η μία λύση θα ήταν το panic button, το οποίο είχε αναγγείλει η κυβέρνηση μέσω ενός πιλοτικού προγράμματος. Για αυτή την εφαρμογή θα έπρεπε να είχαμε ενημερωθεί από την αστυνομία. Όταν καταγγέλθηκε όμως το γεγονός – και το τελευταίο και το προηγούμενο – από την εντολέα μου στην αστυνομία, ουδεμία ενημέρωση έλαβε περί της εφαρμογής αυτής, η οποία θα ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο, ώστε να νοιώσει και η ίδια προστατευμένη σε μια ενδεχόμενη νέα επίθεση».