Η τραγωδία στα Τέμπη ξύπνησε εφιαλτικές μνήμες από το σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Άδενδρο, που σημειώθηκε τον Μάιο του 2017, στο οποίο έχασαν την ζωή τους τρεις άνθρωποι, ενώ δέκα τραυματίστηκαν. «Έξι χρόνια αργότερα, θυμάμαι ακόμη τα πάντα από εκείνη την νύχτα με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Ήθελα μόνο να βγω ζωντανός από το τρένο» αναφέρει στο ThessToday.gr, ο Παναγιώτης Θεοδώρου, ο οποίος τότε ήταν μόλις 21 ετών φοιτητής και βρισκόταν στο τρίτο βαγόνι του μοιραίου τρένου.
Ο Παναγιώτης μαζί με την κοπέλα του ανέβηκαν στο τρένο από την Αθήνα με προορισμό την Θεσσαλονίκη, προκειμένου να παρακολουθήσουν ένα θεατρικό φεστιβάλ. Κατά την διάρκεια της διαδρομής, όλα κυλούσαν ομαλά και ήρεμα. «Ενώ καθόμασταν με τα πόδια πάνω στις καρέκλες, χαλαροί, άρχισαν να αναβοσβήνουν τα φώτα και τρανταζόμαστε ολόκληροι. Είχε γυρίσει το τρένο, δεν γνωρίζαμε όμως τι είχε συμβεί. Σε κλάσματα δευτερολέπτου, από το «μπαμ» πεταχτήκαμε από την μία πλευρά στην άλλη» θυμάται.
Τότε, στις 21:40, το απογευματινό Intercity από την Αθήνα με 70 επιβάτες και 5 άτομα προσωπικό, εκτροχιάστηκε έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό στο Άδενδρο, ένα χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη, με το τρένο να σέρνεται για περίπου 250 μέτρα, ενώ η μηχανή προσέκρουσε σε κατοικία.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Παναγιώτης ήταν να προστατεύσει την φίλη του, την οποία και πήρε αγκαλιά λέγοντας της πως όλα θα πάνε καλά. «Έγινα μία μπάλα γύρω της. Πέσαμε μαζί και χτύπησα στα πλευρά. Γύρω μου άκουγα ουρλιαχτά και φωνές, ανθρώπους που εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Είχαμε πέσει κάτω και το τρένο συνέχιζε. Ήταν σαν να υπήρχε μία μικρή διάρκεια σε όλο αυτό. Εκείνη την στιγμή είχα αποδεχτεί ότι μπορεί να πεθάνω, αλλά αποφάσισα να προσπαθήσω να ζήσω με οποιονδήποτε τρόπο».
Ο Παναγιώτης, στη συνέχεια, επιχείρησε να καθησυχάσει τους υπόλοιπους επιβάτες ώστε να προσπαθήσουν να βρουν έναν τρόπο να βγουν από το τρένο. Όταν χρησιμοποίησε τον φακό του κινητού του και κοίταξε έξω από το παράθυρο, συνειδητοποίησε πως έγινε εκτροχιασμός, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει για την πρόσκρουση πάνω στο σπίτι, αλλά κι αν υπήρχαν νεκροί.
«Προσπαθούσα μανιωδώς με κλωτσιές να σπάσω το τζάμι του παραθύρου αλλά δεν τα κατάφερνα. Τότε, κάτοικοι της περιοχής άρχισαν να πετάνε πέτρες ώστε να ραγίσει το τζάμι, μέχρι που έσπασε αφού συνέχισα και εγώ να κλωτσάω. Κουβάλησα την κοπέλα μου, και την έβγαλα έξω από το παράθυρο, από το οποίο βγήκαν και άλλοι επιβάτες».
Ο 21χρονος κατάφερε να βγει σχεδόν αλώβητος από το τρίτο βαγόνι και αψηφώντας τον κίνδυνο ήθελε να βοηθήσει κι άλλους ανθρώπους που βρίσκονταν ακόμη μέσα, την στιγμή που η κοπέλα του ούρλιαζε “μην πας πάλι μέσα, μπορεί να γίνει έκρηξη”. «Εγώ δεν καταλάβαινα τι έκανα εκείνη την στιγμή, λειτουργούσα αυθόρμητα.
Μπήκα ξανά μέσα, ενώ το τρένο ήταν γυρισμένο και προφανώς ζαλιζόμουν. Βοήθησα όσους περισσότερους επιβάτες μπορούσα, και κάποια στιγμή συνάντησα έναν άνδρα. Εκείνος αιμορραγούσε συνεχώς, και εγώ προσπαθούσα να τον ηρεμήσω, λέγοντας του πως σύντομα θα έρθει ασθενοφόρο. Το μόνο που μου απαντούσε ήταν “θέλω να δω τα παιδιά μου”. Τα ασθενοφόρα όμως άργησαν να έρθουν και αυτός ο άνθρωπος δυστυχώς, αργότερα απεβίωσε. Ήταν ένας από τους υπαλλήλους της αμαξοστοιχίας, και εγώ ένας από τους τελευταίους που του μίλησαν».
Κάτοικοι της περιοχής μετέφεραν τον Παναγιώτη και την κοπέλα του στο νοσοκομείο, όπου και φρόντισαν τα -ευτυχώς- ελαφρά τραύματά τους. Όπως περιγράφει ο ίδιος, όσο βρισκόταν εκεί, έφταναν συνεχώς όλο και περισσότεροι τραυματίες, και στην μνήμη του υπήρχαν μόνο εικόνες που αντίκρισε όταν βγήκε για δεύτερη φορά από το τρένο. «Τα ρούχα μου ήταν σκισμένα. Είδα πως οι άνθρωποι γύρω μου, έκλαιγαν και ήταν γεμάτοι αίματα, όπως και εγώ. Κάποιοι ήταν βαριά τραυματισμένοι, ενώ άλλοι δεν πίστευαν πως ήταν ζωντανοί, είχαν παγώσει. Πήρα τηλέφωνο τους γονείς μου, για να τους πω ότι έγινε εκτροχιασμός και πως είμαι καλά για να μην ανησυχούν. Αυτοί ήταν σε έναν γάμο και νόμιζαν ότι εγώ τους έκανα πλάκα. Όταν κατάλαβαν ότι τους έλεγα την αλήθεια, προφανώς σοκαρίστηκαν».
Λίγες ημέρες αργότερα, ο Παναγιώτης βρέθηκε στην κηδεία ενός θύματος του σιδηροδρομικού δυστυχήματος, με τον ίδιο να περιγράφει πως είχε ανατριχιάσει ολόκληρος. «Σκεφτόμουν συνεχώς πως θα μπορούσα να είμαι εγώ στο φέρετρο, και εκείνος να είναι στην δική μου κηδεία. Ήμουν απλά τυχερός γιατί δεν βρισκόμουν στα πρώτα βαγόνια. Τρεις μέρες μετά το συμβάν, ήμουν λες και είχα πάρει κάποιο ναρκωτικό, δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Συνεχώς “έβλεπα” σε επανάληψη εικόνες από εκείνο το τρένο. Το συναίσθημα της επιβίωσης βρισκόταν σε όλα τα πρόσωπα. Πολύ άσχημες εικόνες…».
«Το τραύμα μένει για μία ζωή, δεν έχω ξαναμπεί σε τρένο στην Ελλάδα»
Μέχρι και σήμερα, ο Παναγιώτης αισθάνεται τυχερός που κατάφερε να βγει ζωντανός από την μοιραία αμαξοστοιχία, με τον ίδιο να τονίζει πως η τραγική εμπειρία, του έδωσε ένα μάθημα ζωής, πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. «Θέλει πάρα πολύ δύναμη για να επιστρέψεις στην κανονικότητα. Πρέπει να σκέφτεσαι πως “ήταν απλά ένας εκτροχιασμός”, και να απομακρύνεις τον εαυτό σου από το γεγονός. Κάπως πρέπει να βρεις κουράγιο να συνεχίσεις να ζεις».
Το ψυχικά τραύματα όμως, όπως περιγράφει ο Παναγιώτης, δεν γίνεται να ξεπεραστούν με τίποτα. Τις πρώτες φορές που ταξίδεψε μετά το δυστύχημα, όπως λέει ο ίδιος, αισθανόταν μόνο φόβο. Θυμόταν συνεχώς, τις εικόνες πριν τον εκτροχιασμό. «Αυτό το τραύμα είναι για μία ζωή, πάντα θα το θυμάσαι με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Φοβόμουν σε όλα τα μέσα μεταφοράς, ακόμη και στο αμάξι, αν δεν είχα εγώ τον έλεγχο. Σε πλοίο άμα είχε κύμα, φοβόμουν ότι θα βουλιάξουμε, στα αεροπλάνο ότι θα πέσει. Ήταν τρομερό.
Στην Ελλάδα δεν έχω ξαναμπεί σε τρένο, και ούτε πρόκειται να το ξανακάνω. Ούτε τότε υπήρχαν συστήματα και σκεφτόμουν, είναι δυνατόν; Εγώ δεν πήρα καμία αποζημίωση από όλο αυτό που έζησα. Ακόμη και συγγενείς των θυμάτων, χρειάστηκε να κυνηγήσουν πάρα πολύ όλη την υπόθεση, και ουσιαστικά έκλεισε πριν λίγους μήνες, χωρίς κάποιο ουσιώδες αποτέλεσμα».
«Πώς είναι δυνατόν να συνέβη πάλι;»
Η είδηση για την σφοδρή μετωπική σύγκρουση των δύο τρένων στα Τέμπη κυκλοφόρησε λίγη ώρα αφού είχε συμβεί το τραγικό γεγονός, με τον Παναγιώτη να το ακούει για πρώτη φορά την Τετάρτη το πρωί, και ξέσπασε.
«Όταν είδα αυτό που έγινε στα Τέμπη, αρχικά έπαθα σοκ, και έπειτα ένιωσα έναν τρομερό θυμό. Νευρίασα πάρα πολύ. Ένιωσα οργισμένος για το σύστημα, και παράλληλα στεναχωρημένος για όλα τα θύματα, τις οικογένειές τους, αλλά και αυτούς που επέζησαν από αυτή την τραγωδία. Σκέφτηκα “είναι δυνατόν να συμβαίνει πάλι ένα δυστύχημα με τρένο, και αυτή τη φορά να είναι χειρότερο;”.
Με βάση την επίσημη ανάλυση των στοιχείων του ταχογράφου που είχε γίνει από την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, κατά την ώρα της εκτροχίασης η ταχύτητα της αμαξοστοιχίας ήταν 144,3 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ η επιτρεπόμενη ταχύτητα διέλευσης από την 1η γραμμή (παρακαμπτήριος) του σιδηροδρομικού σταθμού Αδενδρου ήταν 60 χιλιόμετρα. Εν ολίγοις, συμπέραναν πως το δυστύχημα οφειλόταν -και τότε- σε ανθρώπινο λάθος του μηχανοδηγού, με την ιστορία να επαναλαμβάνεται.
«Κάποιοι έχουν μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης και κάποιοι λιγότερο. Σίγουρα, κυρίως ευθύνονται όσοι έπαιρναν και συνεχίζουν να παίρνουν τα λεφτά στην τσέπη τους χωρίς να λογαριάζουν τίποτα. Στην δουλειά μας, όλοι κάνουμε λάθη. Το θέμα είναι να μην επιτρέπουμε σε ένα ανθρώπινο λάθος να κοστίσει δεκάδες ζωές. Κανένας δεν είναι τέλειος, και την τεχνολογία την έχουμε για να την αξιοποιούμε προκειμένου να αποφεύγουμε τέτοιες τραγωδίες. Αλλά αυτό δεν συνέβη ούτε το 2017, ούτε τώρα».