Ζητήματα αντισυνταγματικότητας εντόπισε το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) στο Προεδρικό Διάταγμα που είχε κατατεθεί προς επεξεργασία ενώπιον του για τις αρμοδιότητες και την στελέχωση της Προεδρίας της Κυβέρνησης (ΠτΚ), στο πλαίσιο του επιτελικού κράτους κατά τις επιταγές του νόμου 4622/2019.
Το ΣτΕ αφού επεξεργάστηκε το επίμαχο Προεδρικό Διάταγμα, το έκρινε νόμιμο. Ωστόσο, σε διέγνωσε διάφορα ζητήματα συνταγματικότητας σε συγκεκριμένες διατάξεις ενώ σε άλλες διατύπωσε σειρά παρατηρήσεων.
Υπενθυμίζεται, πως σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το επίμαχο ΠΔ, η ΠτΚ υπάγεται απευθείας στο πρωθυπουργό και ο σκοπός της σύστασης της είναι η υποστήριξή του ώστε «να διασφαλίζεται η συνοχή και η αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού έργου».
Τα προβλήματα
Ωστόσο, το ΣτΕ εξετάζοντας τη νομιμότητα του επίμαχου ΠΔ, σε γνωμοδότηση που εξέδωσε διατυπώνει παρατηρήσεις οι οποίες αφορούν στο ζήτημα του Τύπου, όπως επίσης και στο θέμα των προσλήψεων στην ΠτΚ. Ακόμη, παρατηρήσεις διατυπώθηκαν και στο θέμα της επιβάρυνσης που θα προκύψει για τον κρατικό προϋπολογισμό από το ετήσιο κόστος λειτουργίας της ΠτΚ.
Πιο συγκεκριμένα στη σχετική γνωμοδότηση του ΣτΕ αναφέρεται πως πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του άρθρου 20 του σχεδίου ΠΔ αναφορικά με τα ΜΜΕ (ΕΡΤ – Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων Α.Ε. – ΑΠΕ-ΜΠΕ Α.Ε.) και να διαγραφεί η μνεία σε «άσκηση της κρατικής εποπτείας στα μέσα ενημέρωσης».
Επικαλούμενοι το άρθρο 14 του Συντάγματος, οι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί επισημαίνουν, πως δεν νοείται σύστημα «κρατικής εποπτείας» του Τύπου. Και αυτό διότι τόσο η ραδιοφωνία όσο και η τηλεόραση υπάγονται στον «άμεσο έλεγχο του Κράτους» και δεν μπορεί η εποπτεία αυτών να ανατεθεί στην ΠτΚ.
Προσθέτουν δε πως «φορέας ελέγχου και επιβολής κυρώσεων στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα είναι αποκλειστικώς το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και όχι η Κεντρική Δημόσια Διοίκηση».
Παρατηρήσεις διατυπώνονται από τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς και σε ό,τι αφορά στο κόστος λειτουργίας της ΠτΚ. Συγκεκριμένα, στο ΠΔ αναφέρεται ότι το κόστος αυτό θα επιφέρει ετήσια δαπάνη 184.800 ευρώ σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού. Όμως, από νεότερα έγραφα που προσκομίσθηκαν στο ΣτΕ, προκύπτει ότι η ΠτΚ θα επιφέρει «πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση συνολικού ύψους 184.800 ευρώ για το έτος 2020 και 554.400 ευρώ για κάθε επόμενο έτος.
Επιπρόσθετα, όπως προέκυψε από άλλο έγγραφο που προσκομίστηκε στο ΣτΕ «οι πρόσθετες ανάγκες της ΠτΚ αναμένεται να ανέλθουν σε 1.700.000 ευρώ κατ’ έτος επιπλέον σε σχέση με τα ποσά που προβλέπονται με τον ψηφισθέντα προϋπολογισμό οικ. έτους 2020».
«Ανακολουθίες»
Ακόμη το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ επισημαίνει στη γνωμοδότησή του ότι στο άρθρο 24 του ΠΔ αναφέρεται ότι «το σύνολο των θέσεων της ΠτΚ ανέρχεται σε 440, εκ των οποίων οι 100 είναι θέσεις μετακλητών υπαλλήλων και 340 οργανικές θέσεις μόνιμων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και δημοσιογράφων.
Το ΣτΕ παρατηρεί, όμως ότι στο ίδιο άρθρο ανακολουθίες ως προς τον αριθμό των θέσεων, καθώς αλλού αναφέρεται ότι «ο συνολικός αριθμός των θέσεων μονίμων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου είναι «214» και των θέσεων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου «126» και αλλού οι θέσεις αυτές προσδιορίζονται ως «(210)» και «(130)». Και επισημαίνει το ΣτΕ ότι «η Διοίκηση, με δική της ευθύνη, οφείλει να άρει τις αντιφάσεις αυτές».
Επιπλέον, οι σύμβουλοι Επικρατείας, διατυπώνουν τις ενστάσεις τους και ως προς τον τρόπο στελέχωσης της ΠτΔ με έμψυχο υλικό (προσωπικό), λόγω των περιορισμών που θέτει το άρθρο 103 του Συντάγματος.
Μεταξύ άλλων στη γνωμοδότησή του το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ αναφέρει τα εξής:
«Στη Δημόσια Διοίκηση, η οποία, κατά τον κανόνα της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Συντάγματος, στελεχώνεται από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή, πρόσωπα συνδεόμενα με το κράτος ή άλλους φορείς δημόσιας εξουσίας με ειδική νομική σχέση και υπαγόμενα σε ειδικό νομικό καθεστώς δημοσίου δικαίου, είναι δυνατόν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους και πρόσωπα, συνδεόμενα με τους εν λόγω φορείς με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Η σύναψη συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου μεταξύ φορέων δημόσιας εξουσίας και των προσώπων, αντικείμενο της οποίας είναι η παροχή εργασίας εκ μέρους των τελευταίων, δεν μπορεί να αποτελεί τον κανόνα για τη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης και τελεί υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτουν οι παράγραφοι 2, 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος».
Τέλος, οι σύμβουλοι Επικρατείας, επισημαίνουν πως με το σχέδιο διατάγματος επιχειρείται η κατανομή θέσεων προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου οι οποίες δεν προκύπτει όμως ότι γίνεται με συνταγματικό τρόπο, καθώς η κατανομή αντιβαίνει το άρθρο 103 του Συντάγματος. Και αυτό γιατί το προσωπικό αυτό, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του ΣτΕ, δεν ανήκει στο ειδικό επιστημονικό, τεχνικό ή βοηθητικό προσωπικό που προβλέπουν οι συνταγματικές αυτές διατάξεις.