Τις νέες διατάξεις του νομοσχεδίου για τις σχέσεις γονέων – τέκνων παρουσιάζει το υπουργείο Δικαιοσύνης. Το νέο νομοθέτημα αναμένεται να παρουσιαστεί σήμερα στο υπουργικό συμβούλιο από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης και κατόπιν να δοθεί στη δημοσιότητα.
Μεταξύ άλλων, με τις νέες ρυθμίσεις επέρχεται σειρά αλλαγών όσον αφορά στη νομοθεσία που ρυθμίζει τις σχέσεις γονέων με τα τέκνα τους μετά το διαζύγιο. Ακόμη αλλαγές επέρχονται και στο καθεστώς έκδοσης του συναινετικού διαζυγίου, το οποίο πλέον μπορεί να εκδίδεται και συναινετικά.
Συγκεκριμένα, για το θέμα αυτό σε σχετική διάταξη του νομοσχεδίου αναφέρονται τα εξής: «Η συμφωνία λύσης του γάμου γίνεται και ηλεκτρονικά με χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών, μη απαιτούμενης της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής των συζύγων. Η λύση του γάμου επέρχεται με την κατάθεση αντιγράφου της συμβολαιογραφικής πράξης στο ληξιαρχείο , όπου έχει κατατεθεί η σύσταση του γάμου».
Ακόμη με το νομοσχέδιο ορίζεται ο χρόνος επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα, με τον οποίο δεν μένει στο ίδιο σπίτι, να είναι τουλάχιστον στο ένα τρίτο του συνολικού χρόνου. Για τον περιορισμό ή τον αποκλεισμό της επικοινωνίας αυτής απαιτείται να έχουν μεσολαβήσει σοβαροί λόγοι, όπως η αμετάκλητη καταδίκη του γονέα για ενδοοικογενειακή βία ή εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας.
Επίσης, για πρώτη φορά εισάγεται η υποχρέωση των γονιών να προσφεύγουν αρχικά σε διαμεσολαβητή σε περίπτωση που διαφωνούν για το συμφέρον του παιδιού τους. Ακόμη, οι νέες διατάξεις ορίζουν τη επιμόρφωση που θα πρέπει να έχουν δικαστές και εισαγγελείς που θα δικάζουν τέτοιου είδους υποθέσεις.
«Γονική μέριμνα»
Οι νέες ρυθμίζεις αναφέρονται στην κακή άσκηση γονικής μέριμνας από τους γονείς. Σύμφωνα με πληροφορίες μεταξύ άλλων στο νομοσχέδιο αναφέρονται τα εξής: «Αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το δικαίωμα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτό, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας ή οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου ή ο εισαγγελέας, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Κακή άσκηση της γονικής μέριμνας συνιστούν ιδίως:
1. Η υπαίτια μη συμμόρφωση προς αποφάσεις και διατάξεις δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που αφορούν το τέκνο ή προς την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας,
2. Η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένεια του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς,
3. Η υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δε διαμένει και η με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας,
4. Η κακή άσκηση και η υπαίτια παράλειψη της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας από τον δικαιούχο γονέα,
5. Η αδικαιολόγητη άρνηση του γονέα να καταβάλλει τη διατροφή που επιδικάσθηκε στο τέκνο από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των γονέων και 6. Η αμετάκλητη καταδίκη του γονέα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής».
Στο νομοσχέδιο αναφέρεται επιπλέον πως οι αποφάσεις των δικαστηρίων που αφορούν στη γονική μέριμνα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους στο συμφέρον του παιδιού. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να λαμβάνουν «υπόψη την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, την συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και την συμμόρφωσή του με δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και με προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο».
Επιπρόσθετα, το δικαστήριο θα πρέπει να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, του γονέα.
Μάλιστα οι νέες διατάξεις αναφέρουν πως «ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και τα συμφέροντά του, εφόσον η γνώμη του τέκνου κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής».