Τα δάση κρατούν μέσα τους -ερμητικά κλειστά- τους σπόρους που περιέχουν και στο πέρασμα της πύρινης λαίλαπας τους προστατεύουν μέχρι να φύγει η απειλή. Οι κώνοι της χαλεπίου πεύκης και της τραχείας πεύκης μένουν κλειστοί πάνω στα δέντρα και όταν ο κίνδυνος περάσει και ο τόπος κρυώσει, ανοίγουν και ρίχνουν στο έδαφος τους σπόρους που δεν έχουν πληγεί από τη φωτιά.
Τη «σκυτάλη» στον μηχανισμό αναγέννησης των μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων παίρνουν, στη συνέχεια, οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου, με τη βοήθεια των οποίων φυτρώνουν τα νέα μικρά φυτά και αναπτύσσονται μέσα σε έναν χρόνο, τόσο πυκνά το ένα δίπλα στο άλλο που η εικόνα τους θυμίζει μια βούρτσα και τις ακτίνες της που ξεφυτρώνουν από την επιφάνειά της.
«Αυτός είναι ο φυσικός μηχανισμός αναγέννησης των μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων που αποτελούνται κυρίως από τα δύο είδη πεύκης, αναπτύσσονται σε χαμηλότερα υψόμετρα και κινδυνεύουν περισσότερο από πυρκαγιές. Αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος που ανέπτυξαν μηχανισμούς για να επιβιώσουν» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Θέκλα Τσιτσώνη, ομότιμη καθηγήτρια του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η ίδια επισημαίνει ότι τέτοια δάση βρίσκονται σε όλη τη χώρα: την Αττική, τη Χαλκιδική, τη Ρόδο, τη Σάμο, τη δυτική Ελλάδα, τη δυτική Πελοπόννησο, τη Θάσο, την ανατολική Ελλάδα και αλλού. Σημειώνει, παράλληλα, ότι «καθώς πυρκαγιές υπήρχαν από τα αρχαιότατα χρόνια και οι περιοχές αυτές δεν είναι δυνατόν να απαλλαγούν από αυτές, γι’ αυτό και τα είδη που ευδοκιμούν εκεί, τα δύο είδη πεύκης και πολλά είδη θάμνων, έχουν τη δυνατότητα αναγέννησης μετά την πυρκαγιά- τα πεύκα με σπόρους και τα πλατύφυλλα με αναβλάστηση από το έδαφος».
Πότε δεν μπορεί να γίνει φυσική αναγέννηση
«Αυτό συνέβη και στο δάσος του Σέιχ Σου στη Θεσσαλονίκη, όπου από την πυρκαγιά του 1997 μέχρι σήμερα έχει δημιουργηθεί ένα πλήρες ώριμο δάσος» αναφέρει η κ. Τσιτσώνη. Αντιθέτως, διευκρινίζει ότι μόνο σε δύο περιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να υπάρχει φυσική αναγέννηση. Η μία είναι η κλίση του εδάφους να ξεπερνάει το 50% καθώς οι σπόροι που πέφτουν από τους κώνους κατρακυλούν προς τα κάτω και η δεύτερη είναι να έχει καεί ένα δάσος 17 με 20 χρόνια νωρίτερα, οπότε δεν έχουν προλάβει τα δέντρα να ετοιμάσουν ώριμους σπόρους. «Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να γίνει αναδάσωση ώστε να μην υπάρχει διάβρωση του εδάφους» προσθέτει. Σημειώνει, ωστόσο, ότι η αναδάσωση δεν χρειάζεται να γίνει παντού και αναφέρει ενδεικτικά την περίπτωση της Εύβοιας, όπου από τα 300.000 στρέμματα δάσους που κάηκαν, μόνο 10.000 στρέμματα χαλεπίου πεύκης χρήζουν αναδάσωσης.
Μικρότερος ο κίνδυνος για τα δάση που βρίσκονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα
Μικρότερος είναι σε κάθε περίπτωση ο κίνδυνος για τα δάση που βρίσκονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα, όπως αυτά της μαύρης πεύκης και της ελάτης. Η κ. Τσιτσώνη δηλώνει, βέβαια, ότι στην πυρκαγιά του 2021 στην Εύβοια η φωτιά ανέβηκε πάνω από τα μεσογειακά οικοσυστήματα και έκαψε μαύρη πεύκη και ελάτη, είδη που δεν διαθέτουν μηχανισμούς επιβίωσης, συνεπώς μπορούν να επανέλθουν μόνο με αναδάσωση ή με τη διαδικασία των σπόρων σε κηλίδες του δάσους μαύρης πεύκης που δεν έχουν καεί. Σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζει ότι μπορεί οι πυρκαγιές στα συγκεκριμένα δάση να είναι σπανιότερες, ωστόσο πλέον τα δεδομένα αλλάζουν και εκεί λόγω της κλιματικής αλλαγής, της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της υποστελέχωσης των δασικών υπηρεσιών.
Τι πρέπει να γίνει μετά την πυρκαγιά
Σε ό,τι αφορά στα βήματα που θα πρέπει να ακολουθούνται ύστερα από μια πυρκαγιά, σχολιάζει ότι το πρώτο βήμα είναι ο χαρακτηρισμός των εκτάσεων ως αναδασωτέων μέσα σε χρονικό διάστημα 30 ημερών, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα. Ακολουθούν ο καθαρισμός των καμένων εκτάσεων, αν είναι δυνατόν και μέσα στον πρώτο χειμώνα καθώς ως τότε έχουν απελευθερωθεί οι σπόροι στο έδαφος και μέσα σε έναν χρόνο το ξύλο διατηρείται και είναι αξιοποιήσιμο. Παράλληλα επιβάλλεται η εκπόνηση μελετών αποτροπής διάβρωσης και πλημμυρών, η υλοποίηση αντιδιαβρωτικών έργων (με κορμοδέματα, κλαδοπλέγματα και ξύλινα φράγματα) και η διενέργεια μελετών αναδάσωσης για τα σημεία όπου αυτό απαιτείται.
Πόσος χρόνος χρειάζεται για την αναγέννηση;
Στο ερώτημα πόσος χρόνος χρειάζεται για την αναγέννηση ενός δασικού συστήματος, η κ. Τσιτσώνη απαντά ότι μέσα σε 10 με 15 χρόνια τα δέντρα πυκνώνουν και σχηματίζεται η εικόνα του δάσους, ενώ μετά τα 17 χρόνια ωριμάζουν οι κώνοι και στη συνέχεια το ίδιο το δάσος.
Όσο για τα πεύκα που συχνά «ενοχοποιούνται» για την εκδήλωση φωτιάς, σημειώνει: «τα πεύκα μπορούν να φυτρώσουν ακόμη και στην πέτρα. Είναι πιο ολιγαρκή και δεν μπορούν να αντικατασταθούν. Η φύση ξέρει να επιλέγει το κατάλληλο είδος στην κατάλληλη θέση. Δεν φταίνε τα πεύκα που καίγονται».
Μοναδική λύση η πρόληψη
Η ομότιμη καθηγήτρια του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τονίζει ότι μοναδική λύση για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών είναι η πρόληψη. «Το ζητούμενο είναι να προλάβει κανείς την πυρκαγιά μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά. Γι’ αυτό θα πρέπει να υπάρχει διαρκής παρακολούθηση των δασών με πυροσβέστες, εθελοντές, παρατηρήτρια, drones, υδατοδεξαμενές σε πολύ κοντινά σημεία. Αν η φωτιά επεκταθεί, μετά είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί, ακόμη και με αεροπλάνα» καταλήγει η κ. Τσιτσώνη.