«Το δικό μου το παιδί δεν μπορεί να πάρει πτυχίο. Τις άφησε στη μέση…». Με τα λόγια αυτά ξέσπασε η Μελίνα Κακουλίδου, μητέρα του αδικοχαμένου Άλκη, κατά κατηγορούμενου, την ώρα που εκείνος απολογείτο, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, για την υπόθεση δολοφονίας του 19χρονου γιου της.
Η αντίδραση αυτή ήρθε την ώρα που ο 6ος εκ των 12 κατηγορούμενων αναφερόταν στις σπουδές του λέγοντας ότι τις συνεχίζει μέσα από τις φυλακές. Τα λόγια της μητέρας επιδοκιμάστηκαν με χειροκρότημα από συγγενείς και φίλους της οικογένειας που παρακολουθούν τη δίκη.
Η σημερινή, 29η μέρα, της ακροαματικής διαδικασίας, ξεκίνησε με την απολογία του συγκεκριμένου κατηγορούμενου, που εισαγωγικά εξέφρασε τα συλλυπητήριά του στην οικογένεια του Άλκη, ζητώντας συγγνώμη για το ότι βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος.
Ο ίδιος, ηλικίας 24 ετών και επιβάτης του δεύτερου από τα τρία αυτοκίνητα, αρνήθηκε ότι συμμετείχε στο επεισόδιο λέγοντας ότι πήρε έναν μεταλλικό σωλήνα αλλά δεν πλησίασε το σημείο της επίθεσης, επειδή φοβήθηκε. «Νόμιζα ότι θα πηγαίναμε να κυνηγήσουμε, επειδή προηγήθηκε οπαδικό επεισόδιο στο Ωραιόκαστρο. Πήρα έναν σιδερένιο σωλήνα για να προστατεύσω τον εαυτό μου, για παν ενδεχόμενο, μήπως γίνει καμία στραβή», ανέφερε.
Περιγράφοντας χρονικά το επίδικο συμβάν ο 24χρονος σημείωσε τα εξής: «Σταμάτησε το πρώτο αυτοκίνητο και σταματήσαμε και εμείς. Κατέβηκαν τρεις από το πρώτο όχημα και εκείνη την ώρα μάς προσπερνάει το τρίτο όχημα που έστριψε στην οδό Γαζή. Βγήκαν τρεις από το τελευταίο όχημα. Μάς είχε κάνει νόημα ο 2ος κατηγορούμενος να μην κατεβούμε, εκτιμώ για να διαπιστωθεί πρώτα εάν είναι οπαδοί του ‘Αρη. Ξεκίνησε η φασαρία, δεν κατάλαβα στην αρχή τί έγινε. Κατάλαβα ο 2ος κατηγορούμενος να δίνει μία μαχαιριά σε ένα από τα παιδιά που πήγε να πηδήξει το τοιχάκι. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα κατεβήκαμε και εμείς από το δικό μας αμάξι».
Αναφερόμενος στη δίκη του εμπλοκή απολογήθηκε ότι πήρε από το πορτ-μπαγκάζ τον σωλήνα, έκανε 2-3 βήματα και αυθόρμητα γύρισε πίσω, χωρίς να πλησιάσει. Όπως είπε, φοβήθηκε όταν είδε κάποια άτομα να πλησιάζουν από την οδό Πλαστήρα κρατώντας τσεκούρια και καρέκλες. «Φοβήθηκα, πέταξα τον σωλήνα μέσα στο πορτ μπαγκάζ και περίμενα στο αυτοκίνητο», είπε για τις δικές του κινήσεις, προσθέτοντας ότι διέκρινε πάνω στα σκαλιά της οικοδομής (σημείο εγκλήματος) τον 7ο κατηγορούμενο, πιο πίσω τον 9ο, και τον 2ο, τον οποίο ξεχώρισε λόγω του σωματότυπού του.
Ερωτηθείς για το τί έκανε ο καθένας στο συγκεκριμένο σημείο δεν ήταν σε θέση να απαντήσει, λέγοντας ότι ήταν όλοι μαυροντυμένοι. «Άκουγα φωνές, το ξύλο, γινόταν χαμός […] Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να φύγω» απολογήθηκε. Επιβεβαίωσε, δε, στο δικαστήριο ότι κατά τη διαφυγή τους από το σημείο και καθώς βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο κάποιος από τους συγκατηγορουμένους του ανέφερε ότι έγινε «χοντράδα, κάποιο παιδί χτυπήθηκε πολύ», διότι είδαν αίματα.
«Εκείνη τη στιγμή πανικοβλήθηκα» είπε αναφερόμενος στην αντίδρασή του, ενώ στην ερώτηση για το πότε έμαθε για το θάνατο του Άλκη απάντησε «το επόμενο πρωινό» και τότε είπε: «έχασα τη γη κάτω από τα πόδια», «ήθελα να το πω πρώτα στους γονείς μου, δεν ήξερα πώς να τους το πω».
Η δίκη διεκόπη και, όταν θα επανέλθει η έδρα, θα ανέβει στο βήμα για να απολογηθεί ο 7ος κατά σειρά κατηγορούμενος.