Έρευνα προκειμένου να εξακριβωθεί η τυχόν διάπραξη αυτεπαγγέλτων διωκόμενων αδικημάτων σε βάρος δικαστών, διέταξε η προϊσταμένη της εισαγγελίας Πρωτοδικών της Αθήνας Σωτηρία Παπαγεωργακοπούλου. Αφορμή για την παρέμβασή της αποτέλεσαν οι καταγγελίες της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για άσκηση αθέμιτων πιέσεων σε δικαστές που κρίνουν κυρίως υποθέσεις επιμέλειας ανηλίκων τέκνων. Η διενέργεια της έρευνας ανατέθηκε στον εισαγγελέα Γ. Νούλη.
Το όλο θέμα ήρθε στο φως έπειτα από ανακοίνωση την οποία εξέδωσε χθες η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, στην οποία αναφέρονταν τα εξής:
«Το τελευταίο διάστημα έχουν δημιουργηθεί στο διαδίκτυο «ομάδες πίεσης» με αποκλειστικό σκοπό να επηρεάσουν με τρόπο αθέμιτο δικαστικούς λειτουργούς που κρίνουν υποθέσεις οικογενειακής φύσης, ιδίως επιμέλειας ανηλίκων τέκνων. Στοχοποιούν συγκεκριμένους δικαστές που εξέδωσαν αποφάσεις μη αρεστές, καταρτίζοντας «μαύρες λίστες», καλούν σε υποβολή ομαδικών αναφορών, απειλούν χυδαία όποιον δικαστή «ανοίγει πόλεμο μαζί τους», λειτουργώντας έτσι με όρους εκβιαστικούς. Παρεμφερής μέθοδος είναι και οι ανοιχτές επιστολές δήθεν αγανακτισμένων πολιτών που απευθύνονται στον Πρωθυπουργό και εκθέτουν το «προσωπικό τους δράμα» με αβάσιμες αιτιάσεις και συκοφαντίες. Η προσδοκία τους ότι με τον τρόπο αυτό θα πιέσουν το δικαστικό σύστημα ώστε να εκδίδει αποφάσεις ευνοϊκές για τα συμφέροντά τους, φανερώνει παιδαριώδη άγνοια του τρόπου λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Οι συνάδελφοι θα εξακολουθήσουν να ενεργούν σύμφωνα με το νόμο και τη συνείδησή τους χωρίς να επηρεάζονται στο ελάχιστο από τέτοιες πρακτικές. Δικαστές και Εισαγγελείς που βρέθηκαν στο στόχαστρο των «ομάδων πίεσης» είναι εξαιρετικοί επιστήμονες που επιτελούν με απόλυτη ευσυνειδησία το καθήκον τους και δεν έχουν ανάγκη από υπεράσπιση. Θεωρούμε ωστόσο ότι τέτοια παρακμιακά φαινόμενα δεν πρέπει να αφήνουν αδιάφορη την Πολιτεία, η οποία έχει καθήκον να προστατεύει το κύρος των δημοκρατικών θεσμών. Τα Μέσα Ενημέρωσης (έντυπα και ηλεκτρονικά) χωρίς να παραβιάζουν το δικαίωμα στην ελεύθερη διατύπωση όλων των απόψεων και της κριτικής στην εξουσία, σεβόμενα τον δικό τους ρόλο και τηρώντας μια ελάχιστη ηθική και δεοντολογία, έχουμε τη γνώμη ότι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά στην δημοσίευση τέτοιων συκοφαντικών επιστολών».