Αγωγή κατέθεσε ο Ντόναλντ Τραμπ σε βάρος της Χίλαρι Κλίντον και άλλων στελεχών του Δημοκρατικού Κόμματος, υποστηρίζοντας ότι προσπάθησαν να νοθεύσουν τις προεδρικές εκλογές του 2016, συνδέοντας την προεκλογική εκστρατεία του με τη Ρωσία.
«Ενεργώντας από κοινού, οι εναγόμενοι συνωμότησαν κακόβουλα για να εξυφάνουν ένα ψευδές αφήγημα, ότι ο Ρεπουμπλικάνος αντίπαλός τους, ο Ντόναλντ Τζ. Τραμπ, συνεργαζόταν με μια εχθρική ξένη δύναμη» ανέφερε ο πρώην πρόεδρος στην αγωγή που κατέθεσε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο της Φλόριντας. Ο Τραμπ, ο οποίος κέρδισε την Κλίντον στις εκλογές του 2016, κάνει λόγο για «εκβιασμό» και «συνωμοσία για τη διάδοση επιβλαβών ψεμάτων».
Οι ισχυρισμοί του Τραμπ
Οι ισχυρισμοί του Τραμπ ωστόσο υπονομεύονται από μια έκθεση 966 σελίδων την οποία δημοσιοποίησε τον Αύγουστο του 2020 μια επιτροπή της Γερουσίας, ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικάνους. Η αναφορά αυτή κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία χρησιμοποίησε το στέλεχος Πολ Μάναφορτ και τον ιστότοπο WikiLeaks για να βοηθήσει τον Τραμπ να κερδίσει τις εκλογές του 2016. Ο Μάναφορτ ήταν μέλος το προεκλογικού επιτελείου του Τραμπ για πέντε μήνες το 2016.
Οι καταγγελίες για την υποτιθέμενη ρωσική παρέμβαση στις εκλογές, τις οποίες η Μόσχα διέψευδε, στάθηκαν αφορμή για μια διετή έρευνα, επικεφαλής της οποίας ήταν ο ειδικός εισαγγελέας Ρόμπερτ Μιούλερ.
Στην αγωγή του ο Τραμπ ζητάει ανταποδοτικές και κυρωτικές αποζημιώσεις. Υποστηρίζει ότι «υποχρεώθηκε να επιβαρυνθεί με έξοδα (όπως δικηγορικές αμοιβές και άλλα), το ποσό των οποίων θα καθοριστεί στη δίκη, όμως είναι γνωστό ότι ξεπερνούν τα 24 εκατομμύρια δολάρια και συνεχίζουν να αυξάνονται».