«Ραντεβού» ξυλοδαρμών κλείνουν, τα τελευταία χρόνια, τα μέλη άτυπων ομάδων, που συστήνονται σε επίπεδο σχολείων αλλά και σε επίπεδο περιοχών, και όταν βλέπουν παιδιά από κάποια άλλη περιοχή να πλησιάζουν, επιδίδονται σε απειλές, φραστικά επεισόδια αλλά ακόμη και περιστατικά βίας.
Οι ομάδες αυτές αυτοπροσδιορίζονται με μια κωδική ονομασία, πολλές φορές διατηρούν μια κλειστή ομάδα στο Instagram, ενώ ύστερα από κάποιο περιστατικό, υπάρχει η ανάλογη ανταπόδοση καθώς δημιουργούνται προηγούμενα.
Το φαινόμενο περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αθανάσιος Κανάκης, ψυχολόγος στο Κεντρικό Ιατρείο της Διεύθυνσης Αστυνομίας Θεσσαλονίκης, ο οποίος επισημαίνει ότι «υπήρχε και παλαιότερα, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί αρκετά».
Ο ίδιος εκτιμά ότι πρόκειται για μια «παθογένεια, η οποία ξεκινά ουσιαστικά από την οικογένεια, με αποτέλεσμα τα προβλήματα αυτά να διοχετεύονται στα παιδιά και τα παιδιά να βρίσκουν καταφύγιο σε αυτές τις ομάδες, προκειμένου, είτε να ενταχθούν σε μια ομάδα ατόμων, είτε να διοχετεύσουν ακόμη και την ίδια τους τη δυσφορία ή την ένταση σε μια παραβατική δραστηριότητα».
Διευκρινίζει, βέβαια, ότι σε μια τέτοια ομάδα «δεν είναι όλοι νταήδες, καθώς σε αυτήν συμμετέχουν και παιδιά τα οποία, ακριβώς επειδή φοβούνται τη βία, μπαίνουν στους δυνατούς προκειμένου να μην είναι τα υποψήφια θύματα».
O κ. Κανάκης αναφέρεται και στο φαινόμενο της οπαδικής βίας, το οποίο, όπως λέει, η κοινωνία γνώρισε στη χειρότερη μορφή του, με τη δολοφονία του 19χρονου Άλκη, ωστόσο υπογραμμίζει ότι αυτό είναι η κορυφή του παγόβουνου καθώς συμβαίνουν οπαδικά περιστατικά και οι εκφάνσεις της βίας επεκτείνονται πέραν του σχολείου σε πάρα πολλά επίπεδα.
Απέναντι στην κατάσταση αυτή, οι ψυχολόγοι της αστυνομίας βρίσκονται σε συνεργασία με όλες τις υπηρεσίες της και τα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα, ενώ συμμετέχουν σε ενημερωτικές δράσεις των παιδιών μέσα στις σχολικές τάξεις, σε συνεργασία με τα σχολεία, ώστε τα παιδιά να κατανοήσουν καλύτερα τον εαυτό τους, τις συμπεριφορές τους, να οδηγηθούν σε μια αυτορρύθμιση. «Τα παιδιά έχουν ενδιαφέρον να μάθουν. Βέβαια η πρόληψη είναι αφανής, δεν ποσοτικοποιείται, δεν μετριέται, δεν μπορούμε να δούμε τον πραγματικό της αντίκτυπο» σημειώνει ο κ. Κανάκης ενώ υπογραμμίζει ότι «η μεγαλύτερη δουλειά που οφείλουμε να κάνουμε όλοι είναι στην οικογένεια, γιατί εκεί ξεκινάει το θέμα». Στο πλαίσιο αυτό υλοποιούνται προγράμματα ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης των γονέων για θέματα ηλεκτρονικού εκφοβισμού και ασφαλούς πλοήγησης στο διαδίκτυο.
Ημερίδα για τη σχολική βία – Βία από παιδιά και γονείς
Ο κ. Κανάκης μίλησε πρόσφατα για τα θέματα που αφορούν παιδιά και εφήβους σε επιμορφωτική ημερίδα με θέμα τον ρόλο του σχολείου στη διαχείριση περιστατικών βίας και σχολικού εκφοβισμού που πραγματοποιήθηκε στο «Νόησις», με πρωτοβουλία εκπαιδευτικών του 3ου Γυμνασίου Θέρμης, του 3ου Γυμνασίου Μίκρας, του 2ου Γυμνασίου Νέας Μηχανιώνας και του Γυμνασίου Επανομής.
Κατά την εκδήλωση αυτή, η φιλόλογος, ψυχολόγος και διευθύντρια του 3ου Γυμνασίου Θέρμης Ελισάβετ Σιμουλίδου παρουσίασε συγκεκριμένους τρόπους αντιμετώπισης θεμάτων σχολικής βίας μέσα στη σχολική τάξη, ενώ ο ψυχίατρος Παιδιών και Εφήβων, διευθυντής του ΕΣΥ στο Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Κεντρικού Τομέα Θεσσαλονίκης, Μανώλης Φαϊτάκης αναφέρθηκε σε θέματα βίας, είτε από παιδιά είτε από γονείς, επισημαίνοντας ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν 15 εισαγγελικές εντολές για τέτοιου είδους θέματα. Παράλληλα σημείωσε ότι οι κλήσεις στην τηλεφωνική γραμμή παρέμβασης για την αυτοκτονία 1018 έχουν αυξηθεί κατά 70% τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τα προηγούμενα.
Σχολιάζοντας τα παραπάνω, ο ψυχολόγος της αστυνομίας Αθανάσιος Κανάκης επισήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι το φαινόμενο της βίας από παιδιά ή από γονείς μέσα στην οικογένεια είναι έντονο και τόνισε ότι εκτός από τα καταγεγραμμένα περιστατικά υπάρχουν και άλλα, πίσω από τα οποία «κρύβονται άνθρωποι, κρύβονται παιδιά, κρύβονται πρόσωπα τα οποία δεν καταγγέλλουν, με αποτέλεσμα να μην γίνονται γνωστά και όλο αυτό το κομμάτι να είναι λανθάνον με ό,τι συνεπάγεται αυτό».
Μεγέθυνση της ενδοσχολικής βίας σε αυτή τη σχολική χρονιά
Μεγέθυνση του φαινομένου της ενδοσχολικής βίας στην τρέχουσα σχολική χρονιά διαπιστώνει και ο διευθυντής του 3ου Γυμνασίου Μίκρας Θεόδωρος Γούτας, ο οποίος σχολιάζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι αυτό συνέβη μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εγκλεισμού των παιδιών και αποχής τους από τη διά ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία.
Επισημαίνει ακόμη ότι υπήρχαν ακόμη περιπτώσεις λεκτικών επιθέσεων από γονείς σε εκπαιδευτικούς και προσθέτει: «θέλαμε να δούμε ποιες είναι οι αιτίες του φαινομένου και να εξετάσουμε πώς μπορεί η σχολική κοινότητα να βρει και να εφαρμόσει τρόπους μετριασμού του, ώστε συλλογικά να προσπαθήσουμε να ξαναβρούμε το βηματισμό μας».
Μορφές ενδοσχολικής βίας
Για αυξανόμενη ροή περιστατικών ενδοσχολικής βίας, λόγω της πανδημίας, κάνει λόγο και ο κ. Κανάκης, ο οποίος διευκρινίζει ότι παρατηρούνται περιπτώσεις ηλεκτρονικού εκφοβισμού, λεκτικής βίας αλλά και σωματικής βίας. «Βλέπουμε, επίσης, ότι τα παιδιά και οι έφηβοι αναπτύσσουν μια συμπεριφορά άμυνας και προκειμένου να αμυνθούν, μεταφέρουν μαζί τους αντικείμενα όπως μαχαίρια, λόγω ακριβώς αυτής της βίας που επικρατεί και του φόβου που βιώνουν. Έτσι, αρκετά παιδιά που κατά βάση δεν θα λέγαμε ότι είναι επιθετικά οδηγούνται σε αυτοσχέδιους τρόπους αντιμετώπισης και αυτοάμυνας, γιατί φοβούνται να κυκλοφορήσουν μόνοι το βράδυ και αναφέρουν περιπτώσεις επιθέσεων ή απειλών σε φίλους τους», προσθέτει.
Σε επίπεδο αντιμετώπισης, αναφέρει -μεταξύ άλλων- ότι οι ψυχολόγοι της αστυνομίας, όταν καλούνται να παρέμβουν σε μια περίπτωση που παιδιά δηλώνουν αυτοκτονική πρόθεση, την αντιμετωπίζουν με τη δέουσα σοβαρότητα, δίνοντας χρόνο στα παιδιά για συναισθηματική αποφόρτιση. «Έχουμε αντιμετωπίσει αρκετές καταστάσεις τέτοιων παιδιών που ευτυχώς μετά τα πράγματα βρίσκουν έναν δρόμο με την ανάλογη καθοδήγηση και εποπτεία», σημειώνει.
Σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία, εκτιμά ότι είναι πολύ δύσκολο για τα παιδιά να μιλήσουν για τους γονείς τους, που είναι τα πρόσωπα αναφοράς και φροντίδας τους, ωστόσο σημειώνει ότι έχει παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια παρεμβάσεων μέσα στο σχολικό πλαίσιο, μαθητές και μαθήτριες να ταυτίζονται με περιστατικά που αναφέρονται και να μιλούν στους εκπαιδευτικούς τους.
Σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζει τη χρησιμότητα της εκμάθησης τεχνικών διαχείρισης στρες από τα παιδιά ώστε να αναγνωρίζουν το συναίσθημα του άγχους, τη χρονική στιγμή που εκδηλώνεται, τον λόγο που κρύβεται πίσω από αυτό και τη μορφή που έχουν τα σωματικά του συμπτώματα.
«Αφού τα παιδιά αναγνωρίσουν την κατάσταση αυτή, μπορούν να μπουν μετά στη διαχείριση με τρόπους όπως η διαφραγματική αναπνοή, το τάιμ άουτ, η σκέψη για λίγα λεπτά, η μουσική, ο αθλητισμός, η συνομιλία με ένα οικείο πρόσωπο», λέει και προσθέτει με νόημα: «Εκεί, μπορούμε εμείς, οι μεγάλοι, να βοηθήσουμε, παρέχοντας συμβουλές ή απλώς ενημερώνοντας ότι είμαστε ως γονείς συναισθηματικά και χρονικά διαθέσιμοι για τα παιδιά. Σε μια σύγχρονη πραγματικότητα που κινείται με πολύ γρήγορους ρυθμούς και που τα παιδιά εκτίθενται στο διαδίκτυο οφείλουμε να είμαστε συναισθηματικά διαθέσιμοι, για να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις μαζί τους, να τα βοηθάμε στην αυτορρύθμιση και να αποτρέπουμε το ενδεχόμενο να πελαγοδρομούν μόνα τους».