Ληστείες, συλλήψεις και κοντά στα 30 χρόνια φυλακή με κάποια διαλείμματα. Μεταξύ αυτών όμως και διάφορες απόπειρες αποδράσεων εκ των οποίων οι πέντε επιτυχημένες. Μία φορά μάλιστα κατάφερε να ξεφύγει μέσα από μία κλούβα του Μεταγωγών.
Είδε ότι το πάτωμα της κλούβας ήταν ξύλινο, βρήκε το τυφλό σημείο όπου θα διέφευγε από το βλέμμα των αστυνομικών, άνοιξε μία τρύπα με κάτι λεπίδες και εξαφανίστηκε. Μέχρι να πάρουν χαμπάρι οι αστυνομικοί ότι κάποιος έλειπε, η κλούβα είχε φτάσει στα Γιάννενα και εκείνος εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά να οργώνει και πάλι ελεύθερος την ελληνική επαρχία.
Η αφήγηση της ζωής κάποιων ανθρώπων μπορεί να τσουβαλιαστεί ολόκληρη μέσα σε μία κόλλα Α4 ή να μη χωράει ούτε σε 768 πυκνογραμμένες σελίδες ενός μυθιστορήματος. Αυτό βέβαια συνήθως έχει να κάνει κυρίως με την πρόθεση του εκάστοτε αφηγητή, τι κρίνει ο ίδιος ως σημαντικό να αφηγηθεί.
Στην περίπτωση της ζωής του Κώστα Σαμαρά όμως, τα πράγματα φαντάζομαι είναι κάπως διαφορετικά. Το δύσκολο είναι τι θα αφήσεις έξω.
Αποφασίσαμε, λοιπόν, να τον βρούμε για να μας τα πει ο ίδιος από κοντά, στο σπίτι του στα Τρίκαλα όπου ζει σήμερα. Το ραντεβού μας ήταν για τις 15:00 το μεσημέρι. Πέμπτη της εβδομάδας που μεσολάβησε μεταξύ τριημέρου της Αποκριάς και εκείνου για την 25η Μαρτίου. Ανοιξιάτικη μέρα.
«Θα μπείτε μέσα ή θα κάτσετε εκεί;» είπε ρίχνοντας ένα πρώτο χαμόγελο. Του ζητήσαμε συγγνώμη επειδή δεν προλάβαμε να πάρουμε κάτι που μας υποδέχτηκε στο σπίτι του αλλά μάλλον αδιαφόρησε πλήρως για την πληροφορία. Αφού μας έκανε ένα σύντομο tour στο μέρος όπου μένει, φανερά περήφανος για αυτά που είχε καταφέρει να φτιάξει με τα μαστορέματά του, κάτσαμε στο τραπέζι που βρισκόταν στη σκιά ενός δέντρου. Όλα ανέδιδαν μία αίσθηση ότι ήταν προσεγμένα.
Επικρατούσε μία σπάνια ησυχία. Οι πρώτες κουβέντες που ανταλλάξαμε ήταν εν πολλοίς αναγνωριστικές. Ο Κώστας (μας διόρθωσε αμέσως όταν πήγαμε να του μιλήσουμε στον πληθυντικό) δεν είναι από τους ανθρώπους που μπορείς να ψυχολογήσεις εύκολα. Έχει όμως μία πολύ στέρεα εικόνα για τον εαυτό του.
Θα ήταν πολύ κρίμα να έχεις ζήσει τόσο πολλά πράγματα και να μην έχεις την έγνοια ή την ικανότητα να αφηγείσαι. Εκείνος ευτυχώς είχε και το υλικό αλλά και το ταλέντο στο γράψιμο. Έτσι, το 1999, μέσα στη φυλακή έγραψε ένα βιβλίο που έκανε αίσθηση ακόμα και στους ψηλομύτικους λογοτεχνικούς κύκλους. Ονομάζεται «Καταζητείται» και αποτελεί μία πολύ δυνατή αποτύπωση του κόσμου της ελληνικής παρανομίας των προηγούμενων δεκαετιών.
Δεν έχει στα πλάνα του να γράψει κάτι άλλο, παρόλο που πολλοί κορυφαίοι σκηνοθέτες τον έχουν πλευρίσει για να κάνουν τη ζωή του ταινία. Προς το παρόν δεν έχει γίνει. Σε μία από αυτές πάντως θα τον υποδυόταν ο Βασίλης Μπισμπίκης.
Ο Κώστας Σαμαράς του σήμερα ζει στα Τρίκαλα, φροντίζει το σπίτι και τον κήπο του και γράφει περιστασιακά ως δημοσιογράφος που μάλιστα κάνει σοβαρή ερευνητική δουλειά. Τελευταία ασχολείται πολύ με την αναζήτηση της αλήθειας όσον αφορά το τι έγινε στα Τέμπη με έμφαση στο τι μπορεί να προκάλεσε την έκρηξη.
Ως προς το παρελθόν του ούτε παινεύεται φλύαρα για όσα έχει ζήσει ούτε όμως αυτομαστιγώνεται, ως χριστιανικό πρότυπο μετάνοιας για κάποιο αμαρτωλό παρελθόν. Αφηγείται τις ιστορίες του που εμπεριέχουν αυτόματα όπλα, περιπετειώδεις αποδράσεις, γνωριμίες με τον Παλαιοκώστα και τον Σεχίδη σαν να αφηγείται κάποιος ιστορίες από τον στρατό.
Τα Τρίκαλα, το ροκάδικο και η πρώτη σύλληψη
«Γεννήθηκα στα Τρίκαλα. Ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος και έζησα εδώ μέχρι περίπου τα 5 μου χρόνια. Μετά πήγαμε Αθήνα, Πελοπόννησο (Ολυμπία και Πύργο). Στο τέλος επιστρέψαμε στην Αθήνα και έβγαλα το Λύκειο στο Γαλάτσι. Άλλες, πιο ανέμελες εποχές».
«Όταν ενηλικιώθηκα ήρθα πίσω, εδώ στα Τρίκαλα, και έκανα ένα rock-club, τη Σουίτα που υπάρχει ακόμα. Ήμουν χεβιμεταλάς, έχω παίξει και drums σε μπάντες. Η Σουίτα ξεκίνησε το 1982, δεν υπήρχε άλλο τέτοιο μαγαζί στην πόλη».
«Όταν ακόμα έτρεχα το μαγαζί, είχα ήδη ξεκινήσει τις παρανομίες. Σίγουρα ένας λόγος που μπήκα στην παρανομία είχε να κάνει με την αδρεναλίνη. Ένα άλλο ήταν η ταξική συνείδηση που είχα. Υπό άλλες προϋποθέσεις, μπορεί εκείνη την εποχή να είχα εμπλακεί σε κάποιο από τα επαναστατικά κινήματα. Τότε ήμουν αναρχικός. Είχα δηλαδή ένα πολιτικό πρόσημο».
«Δυστυχώς ως προς αυτό, τίποτα δεν έχει αλλάξει στον κόσμο σε σχέση με τότε. Ο κόσμος ταλαιπωρείται ακόμα και δυστυχώς παραμυθιάζεται εύκολα. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών μεγαλώνει όλο και περισσότερο».
«Τότε είχαμε με ένα φιλαράκι το σκεπτικό να πάμε από την αρχή να ληστέψουμε τράπεζα. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου εύκολο να πάει κάποιος από το Α στο Ω χωρίς να έχει εκπαιδευτεί γι’ αυτό ή χωρίς να έχει έναν δάσκαλο. Σε εμένα δάσκαλος δεν υπήρχε, οπότε πήγαμε τα γράμματα με τη σειρά Α, Β, Γ, Δ με ό,τι επακόλουθο έχει αυτό. Στραβοπατήματα, λάθη, ζημιές και φυσικά χρόνια στη φυλακή».
«Η πρώτη σύλληψη ήρθε το 1985 σε μία διάρρηξη που κάναμε σε ένα μαγαζί στην Αθήνα, στη Δροσοπούλου. Ήταν ένα μαγαζί με οπτικά, το οποίο μάλιστα ήταν και η δεύτερη φορά που το ληστεύαμε μαζί με την κοπέλα με την οποία ήμασταν μαζί τότε».
«Κατά τη διάρκεια της διάρρηξης μας είδε από απέναντι κάποιος φύλακας από ένα σουπερμάρκετ και ειδοποίησε την αστυνομία. Τελικά, μας εντόπισαν στις ταράτσες από όπου προσπαθήσαμε να διαφύγουμε. Μπήκα φυλακή για πρώτη φορά, περίπου 1,5 χρόνο, μέχρι που έκανα την πρώτη απόδραση».
«Την παρανομία την έμαθα στην πράξη ή από άλλους εμπειρότερους μέσα από τη φυλακή. Να ξέρεις, μπορείς να εκπαιδευτείς σε οτιδήποτε από εμπειρότερους μέσα στη φυλακή. Από ληστείες, πλαστογραφίες, απάτες μέχρι δολοφονίες. Το σύστημα όχι μόνο δεν είναι σωφρονιστικό. Είναι μάλλον εκπαιδευτήριο παρανόμων».
Ο κώδικας και το ζήτημα της τύχης στην παρανομία
«Το είχα ούτως ή άλλως στο μυαλό μου ότι μπορεί να με πιάσουν. Από τη στιγμή που ανακατεύεσαι με την παρανομία, το σκεπτικό σου πάει αμέσως στο ότι μπορείς να πάθεις ζημιά. Είχα διαβάσει μάλιστα το Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη του Πετρόπουλου ή τον Πεταλούδα. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να βρεθείς στη φυλακή».
«Είναι και ένας υπολογισμός τι χάνεις και τι κερδίζεις. Το πρωί άκουγα στην τηλεόραση πήγαν και λήστεψαν για να πάρουν ένα κινητό ή να πάρουν 200 ευρώ. Ρε βλάκα, τι νόημα έχει αυτό; Θα πας να φας μία ποινή 10 χρόνια. Αξίζει τον κόπο για ένα κινητό και 200 ευρώ;».
«Σίγουρα υπήρχε συγκεκριμένος κώδικας στο πώς λειτουργούσα: Να μη γίνει μεγαλύτερη ζημιά από αυτό που χρειάζεται. Eπίσης, δεν ήθελα ποτέ να γίνει ζημιά σε άνθρωπο. Το είχα στο μυαλό μου να μην πυροβολήσω. Πάντα σχεδίαζα μια κατάσταση έτσι ώστε να αποφύγουμε ή μόνος ή με άλλους, να φορτωθούμε κανέναν φόνο».
«Βέβαια, αν μπεις σε διαδικασία να βρεθείς σε συμπλοκή, δεν ξέρεις πού μπορεί να καταλήξει όποιες και αν είναι οι προθέσεις σου. Είναι κάτι που το απεύχεσαι αλλά μερικές φορές, όσο και να προσπαθείς να φέρεις τα πράγματα εκεί που θες (με πλάνα και με πρόγραμμα) παίζει ρόλο και η τύχη».
Όταν απέδρασε μέσα από την κλούβα του Μεταγωγών
«Η απόδραση από την κλούβα έγινε το 1991. Με μερικές λεπίδες και μια πριονόλαμα. Ήταν ξύλινο το πάτωμα. Από πάνω είχε ένα πλαστικό δάπεδο. Δεν είχα μπει στη διαδικασία να το ψάξω. Κλούβα είναι, σκεφτόμουν, θα έχει μέταλλο από κάτω. Κι όμως είχε κόντρα πλακέ θαλάσσης, έναν πόντο, και μάλιστα είχε και πολλά κενά ενιδιάμεσα».
«Εμείς κάτσαμε ακριβώς πίσω από την καμπίνα οδήγησης. Μόνο εκεί υπήρχε κενό ανάμεσα στη ρόδα του οδηγού και τις μπαγκαζιέρες, για να μπαίνουν τα πράγματα των κρατουμένων. Μισό μέτρο ήταν. Δοκίμασα και υπήρχε κενό 30Χ40, το άνοιγες και έβλεπες τον δρόμο από κάτω».
«Πέρασα ανάμεσα και έφυγα. Δεν βγήκε κανείς άλλος και τελικά καπάκωσαν την τρύπα, οπότε δεν φαινόταν τίποτα. Χουντίνι. Τελικά κάποιος την κάρφωσε τη δουλειά, όταν είχε φτάσει η κλούβα στα Γιάννενα όπου διανυκτέρευαν οι μεταγωγείς πριν συνεχίσουν για την Κέρκυρα».
«Είχα πει αυτόν τον τρόπο σε έναν ξένο, δεν θυμάμαι τι εθνικότητας. Τελικά, το έκανε με άλλους τρεις. Με το που μπήκε η κλούβα Αθήνα, βρήκαν την ευκαιρία να βγουν. Άλλους τους έπιασαν αμέσως. Άλλους αργότερα. Αυτόν τον ξαναείδα στην Πάτρα. Πρέπει να τον έπιασαν αργότερα».
«Μετά τις άλλαξαν τις κλούβες. Τις έκαναν μεταλλικές και με χωρίσματα, σαν συρματόπλεγμα. Μπορείς, λοιπόν, να πεις ότι είμαι υπεύθυνος για την αναβάθμιση των αστυνομικών κλουβών».
Όταν πήρε το αυτόματο των αστυνομικών για να αποδράσει
«Ερχόμασταν από τα Γιάννενα προς το Αγρίνιο. Μικρή κλούβα. Ήμασταν μέσα 7-8 άτομα. Τρύπησε το λάστιχο και σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου να το δουν. Δεν είχαν για τα μπουλόνι, τον σταυρό και έφυγε ένας για να πάει στην Αμφιλοχία και να βρει».
«Μέχρι να γυρίσει αυτός ήρθε άλλη κλούβα από την Κέρκυρα που μετέφερε έναν κρατούμενο. Σταμάτησαν μπροστά από μας. Είχαν μπουλονόκλειδο. Πήγαν στο πίσω λάστιχο και άρχιζαν να το φτιάχνουν. Είχαν κατέβει όλοι οι μπάτσοι και δεν έμεινε κανείς στην κλούβα».
«Το παραθυράκι είχε ένα τελάρο με λάμες μεταλλικές με πλέγμα και ένα τζαμάκι που ανοιγόκλεινε. Το τελάρο ήταν πιασμένο με πριτσίνια αλουμινένια. Είχα έναν νυχοκόπτη και έκοψα το κεφάλι από τα πριτσίνια από τις τρεις πλευρές και το σήκωσα. Μέσα από το κάθισμα υπήρχε ένα αυτόματο με δύο γεμιστήρες».
«Ήξερα ότι δεν είχαν πάνω τους τα περίστροφα. Συνήθως τα έβαζαν σε τσαντάκια εκείνη την εποχή όταν έκαναν μεταγωγή. Πάνω τους δεν τα είχαν πάντως. Ούτε ο οδηγός οπλοφορούσε. Παίρνω το αυτόματο, βάζω τον γεμιστήρα, το οπλίζω. Μου λέει ένας που ήταν δίπλα μου, ισοβίτης: “Δώστο σε μένα να τους γαμήσω”. Δεν είσαι καλά του λέω, όχι. Καθίστε απλά και κοιτάτε τι γίνεται».
«Περνάω το σώμα από το παράθυρο και βγαίνω στην καμπίνα. Αυτοί ήταν μαζεμένοι στο πίσω λάστιχο. Έρχομαι και τους φωνάζω “ακίνητοι, ψηλά τα χέρια”. Γυρίζουν με κοιτάνε και μένουν κόκκαλο. Αμέσως μετά το βάζουν στα πόδια».
«Βλέποντάς τους να φεύγουν έκανα δύο βήματα, γιατί ο ένας οδηγός έμεινε με το μπουλονόκλειδο. Του λέω, τι κάνεις; σήκω πάνω. “Α”, μου λέει, “εγώ φτιάχνω το λάστιχο”. Τι φτιάχνεις το λάστιχο ρε; (σ.σ. γέλια). Κάνοντας όμως δύο βήματα, έχασα την οπτική επαφή με το τι γινόταν πίσω μου».
«Ο επικεφαλής δεν είχε φύγε. Έκανε τον γύρο της κλούβας και εμφανίστηκε από πίσω μου. Ήταν ψηλός και με κοιλιά. Οι μαλάκες από μέσα δεν τον είδαν να μου το σφυρίξουν. Έπεσε στην πλάτη μου και μου έκλεισε τα χέρια. Και αρχίσαμε να περιστρεφόμαστε εκεί. Σε κάποια φάση του τινάζω τα χέρια, γυρνάω τον χτυπάω με την κάνη στο κεφάλι. Εκείνος πέφτει κάτω. Αλλά ήδη είχαν έρθει οι άλλοι και με έριξαν κάτω».
«Την πάτησα επειδή ήθελα να βοηθήσω και τους άλλους να βγουν. Θα μπορούσα βγαίνοντας με το όπλο να περάσω απέναντι σε δεντροφυτεμένη περιοχή και να φύγω. Σιγά μη με έβρισκαν. Οι άλλοι κρατούμενοι όμως δεν βοήθησαν ούτε τον εαυτό τους».
Όταν τον πυροβόλησαν στο πόδι και αποφάσισε να κόψει με όλα αυτά
«Με έχουν πυροβολήσει αστυνομικοί. Τώρα δεν ξέρω αν σημάδευαν εμένα ή στον αέρα. Ξέρω μόνο ότι δεν με πέτυχαν. Μία φορά μόνο έφαγα σφαίρα στο πόδι. Ήταν στην τελευταία προσπάθεια απόδρασης που έκανα από την Κέρκυρα το 1997».
«Εκεί οι κρατούμενοι βγήκαμε σε δύο δόσεις. Οι πρώτοι πήραν το κλειδί από τον φύλακα που ήταν στην εξώπορτα. Ακριβώς απέναντι είχε σκοπιά. Το όπλο του σκοπού μπλόκαρε, πετάχτηκε στο γραφείο να πάρει άλλο όπλο, αλλά πρόλαβαν να φύγουν. Εμάς μας καθυστέρησε ο άλλος φύλακας».
«Ο σκοπός άρχισε να πυροβολεί προς τα εμάς, η σφαίρα πέρασε από διάφορα πόδια και κατέληξε στο δικό μου. Εκείνο το βράδυ είχαν φάει σφαίρα 3-4 άτομα. Όλα στα πόδια. Τώρα σημάδευε πόδια αυτός, έγινε από τύχη… δεν το ξέρω».
«Για να σου δώσω να καταλάβεις, όταν τρως σφαίρα η αίσθηση μοιάζει λίγο σαν να σε τσιμπάει μία σφήκα. Αισθάνθηκα λοιπόν ένα τσίμπημα στο πόδι, γύρισα και είδα ότι είχα μία τρύπα στο παντελόνι. Τότε κατάλαβα ότι την είχα φάει. Ήταν ένας φύλακας που είχε πιαστεί από τους παραστάτες της σιδερένιας πόρτας και δεν μπορούσαν να τον απομακρύνουν. Ταυτόχρονα αυτός πυροβόλαγε απ’ έξω».
«Περίμενα ενδεχομένως μια βοήθεια από αυτούς στην πορεία. Αλλά φαγωθήκαν μεταξύ τους. Συμμετείχα στην προσπάθεια να βρούμε την ελευθερία μας, αλλά έκαναν κακή χρήση. Από τη μαλακία που βιάστηκαν να βγουν πρώτοι. Σιχάθηκα την κατάσταση».
«Από εκεί και πέρα είπα στον εαυτό μου θα λειτουργήσω διαφορετικά. Θα κοιτάξω να εκτίσω την ποινή και να βγω νόμιμα, γιατί έφερνε πολύ η κατάσταση στα ίδια και στα ίδια. Έπρεπε όμως να απασχολώ το μυαλό. Τότε σκέφτηκα να γράψω ένα βιβλίο για την παρανομία, τη ζωή στη φυλακή και τα λοιπά. Μου πήρε ενάμιση χρόνο να το τελειώσω. Σωφρονίστηκα μόνος μου».
Κοντά στα 30 χρόνια στη φυλακή
«Αυτοί που συνήθως σωφρονίζονται είναι αυτοί που έχουν μπει για τυχαία εγκλήματα. Αυτοί συνήθως βγαίνουν και δεν ξαναμπαίνουν. Οι υπόλοιποι πάνε και έρχονται. Είναι φαύλος κύκλος».
«Κάποια πράγματα έχουν καλυτερεύσει. Μπήκαν τα τηλέφωνα, οι τηλεοράσεις, οι άδειες. Δεν υπήρχε τίποτα από αυτά όταν μπήκα εγώ. Έτσι, μπαίνοντας κάποιος φυλακή έχει ένα κοντινό πλάνο. Να κάτσει 2 χρόνια μέσα και μετά να ξεκινήσει να παίρνει άδειες. Θα αρχίσει τα μεροκάματα, θα μπει σε καμία αγροτική. Αν συμβαίνει αυτό, γιατί να ρισκάρει προσπαθώντας να αποδράσει; Με όλα αυτά θα μπεις στη φάση “μην κάνω τώρα μαλακίες, να βγω νόμιμα”».
«Από την άλλη βέβαια έχει γίνει εκρηκτικό το θέμα του χώρου και της συμβίωσης. Εκεί που ένα κελί στον Κορυδαλλό ήταν για ένα άτομο, έφτασε να έχει τέσσερα. Και δεν αντιδρούσαν γιατί δεν ήξεραν τα δικαιώματά τους οι κρατούμενοι. Έρχονταν οι επόμενοι και νόμιζαν ότι αυτό ήταν λογικό. Διάβασα υποθέσεις εναντίον της Ελλάδας από κρατούμενους για διάφορα τέτοια θέματα και έχουν δικαιωθεί».
«Στη φυλακή γνώρισα και μιλούσα με τον Σεχίδη. Τον συμπαθούσα, είχε πλάκα. Είχε πάει και σε σχολές θεολογίας και δεν θυμάμαι τι άλλο. Άκουγε πολλή κλασική μουσική. Εγώ ήμουν στη βιβλιοθήκη. Ερχόταν και έπαιρνε κανένα βιβλίο. Είχε πρόβλημα ψυχιατρικό σίγουρα. Ποιος το κάνει αυτό που έκανε αν δεν έχει κάποιο θέμα; Μανία καταδίωξης. Ότι ήθελαν να του κάνουν ζημιά τα μέλη της οικογένειας. Για να βάλει τα μυαλά τους στο ψυγείο».
«Με τον Νίκο Παλαιοκώστα όταν γνωριστήκαμε, είχα πάνω κάτω τις ίδιες εμπειρίες. Μόνο που εγώ ήμουν πιο οργανωτικός και εκείνος πιο αυθόρμητος και κάπου το συνδυάζαμε. Ο Βασίλης πήρε και από τους δύο. Εγώ όμως δεν είχα κάποιο μέντορα, ενώ ο Παλαιόκωστας είχε. Αφού του έκανα εκπαίδευση. Αυτοκίνητα, μηχανές, όπλα, οδήγηση, τακτικές. Του ‘κόβε και τα έπαιρνε τα γράμματα».
Η ζωή μετά τη φυλακή
«Στις εκπομπές και τα κανάλια μέχρι ένα σημείο φαίνομαι σωφρονισμένος. Μέχρι ένα σημείο ασωφρόνιστος. Ανάλογα πώς θέλει να το τοποθετήσει ο καθένας. Εδώ με τη ζωή στα Τρίκαλα δεν είχα κανένα πρόβλημα με την αντιμετώπιση του κόσμου. Αν βγούμε να κάνουμε μια βόλτα στα Τρίκαλα μπορεί να χαιρετήσω και 5-10 άτομα. Μου έχει φερθεί πολύ καλά γενικά ο κόσμος. Με έχουν δει σε πολλά δημοσιεύματα».
«Και από ανθρώπους που είναι σε θέσεις και υπηρεσίες. Με εξυπηρετούν πολύ καλά. Αυτοί που ξέρουν πέντε πράγματα περισσότερα γνωρίζουν και το εκτιμάνε ότι δεν ήθελα να βλάψω ζωή».
«Η ζωή σήμερα εδώ έχει να κάνει σε ένα κομμάτι με τα δημοσιογραφικά, με τις σχέσεις που έχω από το 2000 με την εφημερίδα Διάλογος. Είχα επαφή χρόνια επαφή με την εφημερίδα. Κάποια χρόνια ασχολήθηκα με τη λαϊκή».
«Το 2012 όμως έγινε ένα μπέρδεμα και βγήκα κατηγορούμενος από έναν γνωστό μου Τούρκο που τον συνέλαβαν για κάποιες κλοπές αυτοκινήτων. Τις χρεώθηκα και εγώ. Κόπηκε η αναστολή και μπήκα άλλα έξι χρόνια στη φυλακή, ως το 2018. Έβγαλα όλη την ποινή μου».
«Ήταν δύσκολο μέχρι ένα σημείο αλλά είχα αποφασίσει να τη βγάλω νόμιμα. Ταλαιπωρήθηκα στο τέλος, μέχρι τη στιγμή που έφτασα να κάνω μήνυση στη διευθύντρια στον Κορυδαλλό και στον γραμματέα επειδή δεν έπαιρναν τα στοιχεία να αποφυλακιστώ».
«Η δημοσιογραφία με την παρανομία έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Το κυριότερο είναι η έρευνα. Σε εξιτάρει όταν υπάρχει ένα ενδιαφέρον στοιχείο ή υπόθεση για να κάτσεις να ασχοληθείς. Να μην είναι της καθημερινότητας, ποιος μίλησε πού. Να έχει στοιχεία έρευνας. Τελευταία έκανα μία μεγάλη έρευνα για τα Τέμπη».
«Πιστεύω ότι γίνονται προσπάθειες παραπλάνησης. Έχω κατεβάσει εκατοντάδες φωτογραφίες από το σημείο της σύγκρουσης. Στην αρχή πίστευα ότι η έκρηξη ήρθε όντως από την εμπορική αμαξοστοιχία. Μετά, άρχισα όμως να ξανακοιτάζω τα στοιχεία και εντόπισα δύο πόρτες που είχαν εκτοξευτεί δεξιά και αριστερά από την επιβατική και συγκεκριμένα από τον χώρο που έμπαιναν οι αποσκευές».
Το βιβλίο και η άρνηση για το fiction
«Προσπάθησαν πολλοί είτε ηθοποιοί, είτε σκηνοθέτες, είτε εταιρείες παραγωγής να το προχωρήσουν για σίριαλ ή ταινίες αλλά κόλλησαν για οικονομικούς λόγους. Είναι οικονομικό το θέμα, έχει μεγάλο κόστος μια τέτοια παραγωγή».
«Δεν νομίζω να γράψω κι άλλο βιβλίο. Αυτό ήταν να γίνει για την περίπτωση αυτή. Τώρα να κάνω ένα fiction, παραμύθι, δεν ξέρω… δεν μου κάθεται».
Πηγή: reader