Μεγάλα ερωτηματικά για το παρασκήνιο της στελέχωσης κρίσιμων υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ. που σχετίζονται με τον έλεγχο της διαφθοράς από αστυνομικούς που φέρεται να επιλέγει και να «προωθεί»-προφανώς παρατύπως- το Μέγαρο Μαξίμου προκύπτουν από το περιεχόμενο δικογραφίας που συντάχθηκε τους τελευταίους μήνες από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών αλλά κι έχει σταλθεί στην Βουλή.
Στον εν λόγω δικαστικό φάκελο – το περιεχόμενο του οποίου παρουσιάζει το in – υπάρχουν αναφορές για παρεμβάσεις την περίοδο 2021-2022 από κυβερνητικά στελέχη στους «αδιάφθορους» της ΕΛ.ΑΣ. που ασχολούνται με υποθέσεις επίορκων κρατικών λειτουργών.
Κι αυτό προκειμένου, όπως υποστηρίζεται, όχι μόνο να προσλάβουν «ημετέρους» αστυνομικούς με υπόδειξη του Μεγάρου Μαξίμου στην εν λόγω υπηρεσία αλλά και για να πληροφορηθούν φακέλους ελεγχόμενων υπηρεσιακών στελεχών ή κι άλλα απόρρητα στοιχεία στα οποία, όπως μνημονεύεται, δεν θα έπρεπε να είχαν πρόσβαση. Με πολιτικά πρόσωπα ν αρνούνται ωστόσο κάθε εμπλοκή.
Αφορμή της εν λόγω δικαστικής έρευνας υπήρξε δημοσίευμα του «Βήματος» τον Ιανουαριο του 2023 αλλά και στην συνέχεια κι άλλων ΜΜΕ που αφορούσαν στοιχεία που αντλήθηκαν από τηλέφωνα δολοφονηθέντων ιδιωτών ή και πρώην αστυνομικών.
Τότε είχαν ανασυρθεί συνομιλίες που καταδείκνυαν ύποπτες επαφές των ιδιωτών με αξιωματικούς της ΕΛΑΣ, συνεννοήσεις για την προώθηση αστυνομικών σε καίριες θέσεις, για παρεμβάσεις σε υπουργικά γραφεία κλπ.
Στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης φαίνεται να κλήθηκε και πρώην ανώτατος αξιωματικός που υπηρετούσε στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. –η οποία διεξήγαγε την έρευνα για τις προαναφερθείσες συνομιλίες- κι ο οποίος έδωσε στους δικαστικούς λειτουργούς δύο καταθέσεις τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο του 2023. Σε αυτές ανέφερε ρητά ότι δεχόταν διπλή πίεση από υψηλόβαθμα, μη υπηρεσιακά, στελέχη της λεωφόρου Κατεχάκη αλλά κι από συνεργάτες τους.
Σύμφωνα με την καταθέσεις αυτές του πρώην ανώτατου αξιωματικού η πίεση που δεχόταν ήταν αρχικά για να δίνει πληροφορίες για «διάφορα ευαίσθητα θέματα υπηρεσιακών φακέλων που αφορούσαν διάφορους αστυνομικούς που είχαν καταγγελίες για παράνομες πράξεις και παραβάσεις καθήκοντος παρ ότι υπήρχε υπηρεσιακό απόρρητο».
Μάλιστα ο εν λόγω αξιωματικός παρουσίασε στους δικαστικούς λειτουργούς και σχετικό SMS που του είχε στείλει στις Αρχές του 2022 πολιτικό πρόσωπο που του ζητούσε να ενημερώνει τους συνεργάτες του.
Ακόμη ο ίδιος αξιωματικός κατέθεσε ότι δεχόταν εισηγήσεις από τα ίδια πρόσωπα για να προσλάβει στους «αδιάφθορους» της ΕΛ.ΑΣ. ημετέρους αστυνομικούς , παρ ότι για να ενταχθεί ένας αστυνομικός σε αυτήν την υπηρεσία υπάρχουν αντικειμενικά , αυστηρά κριτήρια.
Ο φάκελος με την κατάθεση του εν λόγω αστυνομικού στάλθηκε προ μερικών μηνών στην Βουλή κι υπήρξε αντίδραση από τα μνημονευόμενα πρόσωπα – ανάμεσα σε αυτούς και κυβερνητικά στελέχη- που φέρεται, σύμφωνα με τον πρώην αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ. ν ΄ασκούσαν τις «πιέσεις» .
Κι οι οποίοι με την σειρά τους διατύπωσαν κατηγορίες κατά του εν λόγω αξιωματικού με αναφορές για «αστήρικτους ισχυρισμούς» του. Ανάμεσα στα άλλα σημείωναν ότι είχαν δικαιοδοσία να προχωρούν σε συνεννοήσεις μαζί με τον εν λόγω ανώτατο αξιωματικό της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων αλλά ο ίδιος ήταν εντελώς αρνητικός να συνεργασθεί μαζί τους. Μιλώντας και για σκοπιμότητες που υποκρύπτονται σε αυτές τις καταγγελίες.
Όμως εντυπωσιάζει η κατάθεση που έδωσε στις 23 Μαίου 2024 στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας, ένας στενός συνεργάτης του πολιτικού προσώπου που μνημονεύεται στις δύο καταθέσεις του πρώην υψηλόβαθμους στελέχους της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ.
Το εν λόγω πρόσωπο μίλησε ρητά για προσπάθεια προώθησης στην ευαίσθητη αυτή υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. αστυνομικών που προτιμούσε μάλιστα το μέγαρο Μαξίμου. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «τηλεφώνησα στον εν λόγω αξιωματικό της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ ώστε να ελέγξει και να περάσει από συνέντευξη τρείς αστυνομικούς, εφόσον τηρούσαν τις προϋποθέσεις. Οι τρείς ενδιαφερόμενοι αστυνομικοί είχαν υψηλές συστάσεις από το Πρωθυπουργικό Γραφείο».