Ήταν άνοιξη, ένας γλυκός απογευματινός ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Μόλις είχα τελειώσει από το κομμωτήριο, ο καιρός ήταν υπέροχος, το Απριλιάτικο απόγευμα ξεδιπλωνόταν γενναιόδωρα μπροστά μου.
Περπατούσα ανέμελη προς το αυτοκίνητό μου. Θα πήγαινα στο σπίτι να πάρω το παιδί –ήταν με τον μπαμπά του– και θα πηγαίναμε στις κούνιες. Η μέρα είχε μεγαλώσει· όλα γύρω μου ήταν τόσο φωτεινά.
Μπήκα στο αυτοκίνητο, άναψα τσιγάρο, άνοιξα τα παράθυρα και, καθώς ετοιμαζόμουν να ξεπαρκάρω, μια γυναίκα προχωρημένης ηλικίας πετάχτηκε μπροστά μου.
«Σταματήστε σας παρακαλώ, σταματήστε», μου είπε. Αμέσως το έκανα.
«Είστε καλά; Τι συμβαίνει;» τη ρώτησα με ενδιαφέρον.
«Κορίτσι μου, πήγα να πάρω το λεωφορείο αλλά δεν το πρόλαβα. Θα χάσω το επισκεπτήριο στον άντρα μου στο γηροκομείο, εδώ πιο κάτω, στο Σιββίλα. Σε παρακαλώ παιδί μου, δεν αντέχω άλλο να περιμένω, έχει και ζέστη… Μπορείς να με πας;»
Καθώς μου μιλούσε, την παρατηρούσα. Έμοιαζε άκακη και είχε την τυπική εμφάνιση ηλικιωμένης των νοτίων προαστίων. Κρατούσε ένα υφασμάτινο καρότσι λαϊκής, που φαινόταν γεμάτο μέχρι πάνω. Δεν ήξερα τι υπήρχε μέσα, αλλά υπέθεσα πως ήταν μοσχομυριστά, σπιτικά φαγητά για τον άντρα της, ήθελε να του προσφέρει λίγη αγάπη και
θαλπωρή.
Δε χρειάστηκε να το σκεφτώ· το «ναι» ήταν μονόδρομος. Αν μπορούσα να βοηθήσω αυτή τη γλυκιά γιαγιά με έναν τόσο απλό τρόπο και να της προσφέρω ανακούφιση και συνάντηση με τον άντρα της, για μένα θα ήταν η μεγαλύτερη χαρά. Θα μπορούσε να είναι η γιαγιά μου, η μητέρα μου – ακόμα κι εγώ, όταν πια γεράσω. Έτσι θα ήθελα να μου φερθούν· έτσι φέρομαι κι εγώ.
«Φυσικά και θα σας πάω. Μπείτε στο αμάξι. Θέλετε βοήθεια; Να βάλω τα πράγματά σας πίσω;» τη ρώτησα.
«Όχι, όχι, τα καταφέρνω παιδί μου. Να σε έχει καλά ο Θεός», μου είπε
και κάθισε δίπλα μου.
Έβαλε το καρότσι στα πόδια της κι εγώ ξεκίνησα. Η απόσταση ήταν πολύ κοντινή – μιλάμε για 3-4 λεπτά με τα φανάρια. Ομολογώ πως ένιωσα ελαφρώς άβολα, που ήμουν με έναν άγνωστο άνθρωπο σε τόσο κλειστό χώρο. Το προσπέρασα. Ανταλλάξαμε ονόματα και ξεκίνησε να μου μιλάει· έλεγε διάφορα μπερδεμένα. Ίσως έφταιγε και η μοναξιά των μεγάλων ανθρώπων, που όταν τελικά συναντούν κάποιον πρόθυμο να ακούσει, τα λένε όλα μονοκοπανιά.
Ωστόσο, καθώς την παρατηρούσα, κατάλαβα πως –παρά την ηλικία της– ήταν δυναμική και γερή. Μου μιλούσε, με ρωτούσε διάφορα… και ξαφνικά με άρπαξε από το μπράτσο…
«Θέλω μια χάρη», μου είπε και με κοίταξε έντονα, πλησιάζοντας το πρόσωπό της στο δικό μου. Πάγωσα. Έπαθα πανικό· η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γρήγορα.
Διαβάστε περισσότερα στο Thestandard.gr