Αλλαγές στον τρόπο χορήγησης της ετήσιας άδειας των εργαζομένων έρχονται από 1η Ιναουαρίου 2026.
Μέχρι πρότινος, πριν τη ψήφιση του εργασιακού νομοσχεδίου η ετήσια άδεια έπρεπε να λαμβάνεται ενιαία, εκτός κι αν υπήρχε αίτημα του εργαζομένου για κατάτμησή της. Ακόμη και τότε, ο νόμος απαιτούσε οι δύο εβδομάδες να χορηγούνται συνεχόμενα.
Η νέα ρύθμιση που ισχύει απο 1.1.2026 για την ετήσια άδεια δίνει μεγαλύτερη ευελιξία στους εργαζομένους και αλλάζει τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων.
Από το 2026 καταργείται η υποχρέωση προαναγγελίας της άδειας στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗκαι στη θέση της θεσπίζεται απολογιστική δήλωση τον επόμενο μήνα.
Ο εργαζόμενος αποκτά τη δυνατότητα, με έγγραφη αίτηση, να κατανέμει την άδειά αδιαίρετη και σε συνεχείς ημέρες. Ωστόσο, εφόσον ο εργαζόμενος το ζητήσει με έγγραφο αίτημά του, μπορεί να λάβει την άδεια σε περισσότερα τμήματα, σύμφωνα με τις προσωπικές του επιλογές ή οικογενειακές του υποχρεώσεις.
Ο μοναδικός περιορισμός είναι ότι ένα τμήμα της άδειας πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον πέντε ή έξι συνεχόμενες εργάσιμες ημέρες, αναλόγως αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης ή εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
Ο χρόνος χορήγησης της άδειας εξακολουθεί να αποτελεί προϊόν συμφωνίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη. Κανένα από τα δύο μέρη δεν μπορεί να επιβάλει μονομερώς τον χρόνο λήψης ή χορήγησής της.
Τυχόν διαφωνία σχετικά με τον χρόνο χορήγησης της άδειας επιλύεται από την Επιθεώρηση Εργασίας. Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής τήρησης αρχείου αιτήσεων άδειας.
Διατηρείται η πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία το 50% των εργαζομένων οφείλει να λάβει άδεια στο διάστημα Μαΐου – Σεπτεμβρίου, ρύθμιση που χαρακτηρίζεται ξεπερασμένη.
Η μεταρρύθμιση περιορίζει τη γραφειοκρατία, ωστόσο καταργεί την επιλογή κατάτμησης της άδειας με πρωτοβουλία του εργοδότη, εξέλιξη που ενδέχεται να προκαλέσει λειτουργικές δυσκολίες σε ορισμένες επιχειρήσεις.
Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικά (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης άδειας υπολογίζεται βάσει ετήσιας αδείας 20 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχούς απασχόλησης.
Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι την 31/03 του επόμενου ημερολογιακού έτους (άρθρο 61 Ν. 4808/2021), να χορηγήσει τμηματικά την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησης του στην υπόχρεη επιχείρηση.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησης του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται όπως ανωτέρω.
Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες σε περίπτωση εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού.
Με την από 23/05/2000 ΕΓΣΣΕ προβλέπεται η χορήγηση 25 ή 30 εργάσιμων ημερών ανάλογα αν η παρεχόμενη εργασία είναι πενθήμερη ή εξαήμερη , σε όσους μισθωτούς έχουν υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη.
Επίσης, με την από 02/04/2008 ΕΓΣΣΕ προβλέπεται ότι μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας οι εργαζόμενοι δικαιούνται μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλαδή συνολικά τριάντα μια (31) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας.
Πηγή: Dnews