15 C
Athens
8.7 C
Thessaloniki
Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024
More

    Λεύκα τριαντάφυλλα για το μόλις έξι μηνών βρέφος που χάθηκε στο Μάτι – Με συγκλονιστικές καταθέσεις συνεχίζεται η δίκη

    Δεν έχουν τέλος οι σπαρακτικές καταθέσεις στη δίκη για το Μάτι. Πυροσβέστης που έχασε τον μόλις έξι μηνών γιο του και τη σύζυγό του στις φλόγες κατέθεσε πριν από λίγο στο δικαστήριο και με την κατάθεσή του συγκλόνισε όσους βρίσκονταν στην αίθουσα του ακροατηρίου. Μάλιστα, συγγενείς άλλων θυμάτων για να τιμήσουν τη μνήμη του παιδιού του έφτασαν σήμερα στο δικαστήριο κρατώντας λευκά τριαντάφυλλα ενώ έξω από το δικαστήριο είχαν τοποθετήσει μαύρες σημαίες σε ένδειξη πένθους για τα θύματα της φονικής πυρκαγιάς.

    Αρχίζοντας την κατάθεσή του στη δίκη ο πυροσβέστης, Ανδρέας Δημητρίου, αφού περιέγραψε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχασε τα μέλη της οικογένειάς του, τόνισε ότι εκείνη την ημέρα, οι κάτοικοι στο Μάτι ήταν μόνοι και αβοήθητοι, καθώς, όπως είπε, δεν υπήρξε κανένας συντονισμός και κυρίως καμία ενημέρωσή τους ώστε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να σωθούν.

    Είμαι πυροσβέστης. Βρισκόμουν στο σπίτι μου. Είχε γίνει γνωστό ότι υπήρχε φωτιά στην Κινέττα και ήμουν σε κατάσταση αναμονής. Μου ήρθε μήνυμα από την υπηρεσία να πάω εκεί, όπως και έκανα» κατέθεσε μάρτυρας τονίζοντας όταν πια έφτασε στην υπηρεσία του στη Νέα Μάκρη, πολλοί κάτοικοι της περιοχής τηλεφωνούσαν για να μάθουν για το εάν υπήρχε πυρκαγιά. «Προσπαθούσα να μιλήσω με τη σύζυγό μου. Την άφησα να κοιμίζει το παιδί. Έπειτα από αρκετή ώρα που προσπαθήσαμε να μιλήσουμε, κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά. Δεν καταλάβαινα που βρισκόταν και τι μου έλεγε. Άκουγα τον αέρα. Δεν μπορούσε να μιλήσει σωστά, δεν είχε ειρμό», είπε ο κ. Δημητρίου στο δικαστήριο και τόνισε πως ο διοικητής του, του ζήτησε να πάει με το δικό του όχημα στο Μάτι, γιατί δεν υπήρχε υπηρεσιακό, και να ενημερώσει τον κόσμο να φύγει από τα σπίτια του.


    Συνεχίζοντας ο μάρτυρας κατέθεσε: «Γύρω στις 7 έγινε αυτό. Προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τη Μαργαρίτα. Βρισκόταν σε πανικό. Πίστευα ότι είχαν βρει ασφαλές καταφύγιο στην παραλία με το παιδί. Δέχομαι κλήση από τον πεθερό μου να είμαι προετοιμασμένος ότι τα πράγματα δεν είναι καλά. Έφτασα και είδα το μικρό σε έναν άγνωστο που προσπαθούσε να δώσει πρώτες βοήθειες. Η σύζυγος μου βρισκόταν καθισμένη στην παραλία. Ήταν μετά μάτια κλειστά. Εκείνη την στιγμή την πήρα αγκαλιά. Εντόπισα ένα πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να πάρουν το μικρό μαζί με τον κύριο που έκανε προσπάθειες ανάνηψης…. Φτάνοντας στο Παίδων, από το ύφος των γιατρών κατάλαβα. Μου είπαν ότι δεν κατέστη δυνατόν να τον συνεφέρουν. Εκεί του είπα το τελευταίο αντίο. Μετά έπρεπε να πάω στη Μαργαρίτα που δεν ήξερα ότι ήταν τόσο σοβαρά. Φτάνοντας στο νοσοκομείο είδα ότι έχει διασωληνωθεί και είναι σοβαρά. Ζορίστηκα να την αναγνωρίσω. Όλο της το πρόσωπο ήταν γεμάτο εγκαύματα. Σαν να βλέπω άλλον άνθρωπο. Την έβλεπα πέντε λεπτά την ημέρα μέχρι να φύγει».

    «Η κόρη μου κάηκε 140 μέτρα από τη θάλασσα», είπε στην κατάθεσή του ο Άγγελος Σιαπκάρας. «Την ημέρα της φωτιάς η κόρη μου ξύπνησε το γαμπρό μου από τους καπνούς. Αποφάσισαν να φύγουν. Ο γαμπρός μου πήρε το παιδί του και έφυγε προς τη θάλασσα. Η κόρη μου κάηκε… Δεν μπορώ να διανοηθώ πως έγινε και κάηκε η κόρη μου σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Αν κάποιος τους ειδοποιούσε πιο νωρίς ως όφειλε θα είχε σωθεί η κόρη μου και τόσοι άλλοι», ανέφερε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας και αναφερόμενος στο εγγονάκι του είπε: «Αναπολεί τη μαμά του. «Θα ήθελα να μην είχε πεθάνει» έγραψε σε μια εργασία του στο σχολείο για τη μαμά του. Τώρα στις γιορτές μου είπε παππού να πάμε να πούμε τα κάλαντα στη μαμά και πήγαμε πάνω από τον τάφο της να πούμε τα κάλαντα Ξυπνάμε και κοιμόμαστε με αυτό».


    Από την πλευρά του ο μάρτυρας Ι. Χαρδαλούπας περιέγραψε στην κατάθεσή του για το πώς έχασε μητέρα και αδελφή στο Μάτι. «Γυρίζοντας το απόγευμα σπίτι είδα την αδερφή μου στον κήπο να ρίχνει ήδη νερό στα δέντρα. Κανένας δεν είχε καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μου είπε «εδώ είναι Ελλάδα πρέπει να τα κάνουμε όλα μόνοι μας δεν είναι Νέα Υόρκη». Κάποια στιγμή είμαστε στη αυλή και πέρασε ένα περιπολικό και μας είπε για καλό και για κακό φύγετε. Πήγαμε να πάρουμε τα αυτοκίνητα. Η αδερφή μου μπήκε στο ίδιο με τη μητέρα μου και εγώ ακολουθούσα με το δεύτερο αυτοκίνητο» είπε ο μάρτυρας για να συνεχίσει: «Το αυτοκίνητο που επέβαιναν η αδερφή και η μητέρα μου ήταν φλεγόμενο. Τις έβαλα στο δικό μου αυτοκίνητο ήταν καμένες. Βγήκα στην Μαραθώνος και πήγα στο κέντρο υγείας στη Νέα Μάκρη. Συνάντησα μπλόκο της αστυνομίας και μου είπαν ότι θα πας μέσα από το Μάτι. Νόμιζα ότι κάτι ήξεραν. Μόλις μπήκα στο Μάτι κατάλαβα ότι αν δεν έπαιρνα την κατάσταση στα χέρια μου θα καιγόμασταν όλοι…. Φτάσαμε στο Μαρούσι τις διασωλήνωσαν. Τις έχασα και τις δύο».

    Στη δική της κατάθεση η μάρτυρας Δήμητρα Γουναρίδη, είπε: «Γύρω στις 17.30 με παίρνει η φίλη μου και μου λέει «βλέπω τη φωτιά έχει φουντώσει, ετοίμασε ένα σάκο με δυο αλλαξιές, πάρε τα χαρτιά σου και έχετε έτοιμα σε περίπτωση ανάγκης». Ο ουρανός σκοτείνιαζε και άρχισαν να φτάνουν αποκαΐδια. Ήμουν σίγουρη ότι δεν έρχεται σε εμάς η φωτιά γιατί κανείς δεν μας είχε ειδοποιήσει».

    Όπως κατέθεσε η κ. Γουναρίδη περίπου στις 18.10 άκουσε κορναρίσματα στην πόρτα της. Ήταν η φίλη της που είχε έρθει να της πει να φύγουν. Η μάρτυρας περιέγραψε: «Στα 200 μέτρα έχουν μποτιλιαριστεί όλα τα αυτοκίνητα. Εκεί έγινε χαμός. Ερχόντουσαν αμάξια από όλες τις κατευθύνσεις. Τρέξαμε στη θάλασσα. Το θερμικό κύμα εκείνη την ώρα με έκανε νιώθω πως θα πεθάνω 40 μέτρα από τη θάλασσα. Μπήκαμε στη θάλασσα. Γινόταν πόλεμος. Ακούγαμε αμάξια να σκάνε. Εκρήξεις. Το μαγαζί στην Αργυρά Ακτή να έχει εκρήξεις, να πέφτουν στην θάλασσα ξύλα, τέντες μέσα στη θάλασσα κι εμείς να πηγαινοερχόμαστε να μη καούμε. Βγήκαμε νεκροί – ζωντανοί. Βγάλαμε τις μπλούζες και τις κάναμε μάσκα. Τα ουρλιαχτά από τους καμένους ανθρώπους δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Παιδάκια ούρλιαζαν, σκυλιά έκλαιγαν…. Δίπλα μου ήταν η Μαργαρίτα με το μωράκι της το νεογέννητο. Καμένη εκείνη, καμένο και το μωρό. Το θήλαζε για να το έχει στη ζωή. Μια γυναίκα δεν είχε αντοχές να βγει από τη θάλασσα. Πήγαμε να τη βοηθήσουμε και μας έμεναν στα χέρια οι σάρκες της».

    Τέλος, η μάρτυρας κατέθεσε πως ακόμα και όταν έφτασε στο λιμάνι, κατέγραψαν το όνομα της πάνω σε μια εφημερίδα και δεν υπήρχε καμία οργάνωση, ενώ τόνισε πως η τότε κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός δεν βοήθησαν τους κατοίκους. «Μόνο εμπαιγμός από τον κ. Τσίπρα, ήμασταν μόνοι, μόνο εθελοντές ιδιώτες μας βοήθησαν», είπε.



    ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΕΙΤΕ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΡΟΗ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

    ΑΠΟΨΕΙΣ