20 C
Athens
18.5 C
Thessaloniki
Κυριακή 19 Μαΐου 2024
More

    «Μας είπα πως όλα τα έκαναν πολύ καλά. Αν δεν ήταν καλά καμωμένα τι θα γινόταν; Πόσους νεκρούς θα είχαμε;», λένε επιζήσαντες στη δίκη για το Μάτι



    Δεν έχουν τέλος οι ανείπωτες προσωπικές τραγωδίες που έζησαν συγγενείς θυμάτων στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, όπως αυτές ξεδιπλώνονται από τους ίδιους τους επιζήσαντες, στη δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Κοινός τόπος των καταθέσεων αυτών είναι ότι οι κάτοικοι μόνοι χωρίς καμία βοήθεια προσπαθούσαν να σώσουν τις ζωές τους και τις περιουσίες τους, ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που βρέθηκαν ανάμεσα σε απίστευτα διλλήματα καθώς έπρεπε μέσα σε δευτερόλεπτα να αποφασίσουν ποιον από τους συγγενείς τους θα αφήσουν αβοήθητο προκειμένου να σώσουν κάποιον άλλο.

    Μέσα σε μια τέτοια συνθήκη βίωσε η κ. Αγγελική Κωνσταντάκη και ο σύζυγος της. Ο τελευταίος αναγκάστηκε να αφήσει την μητέρα της γυναίκας του αβοήθητη για να σώσει εκείνη. «Με καταδίκασαν να έχω τύψεις ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή. Χάσαμε φίλους, γείτονες και δυστυχώς δεν ακούσει από κανένα συγγνώμη. Όλα τα έκαναν πολύ καλά. Αν δεν ήταν καλά καμωμένα τι θα γινόταν! Τώρα έχουμε 104 νεκρούς και 54 σοβαρά τραυματίες» είπε στην κατάθεσή της η μάρτυρας η οποία υπέστη σοβαρά εγκαύματα από την φωτιά.


    Αρχίζοντας την κατάθεσή της στο δικαστήριο η συγκεκριμένη μάρτυρας περιέγραψε: «Πέντε παρά δέκα με πήρε μια φίλη από το Βουτζά και μου λέει φεύγω από το σπίτι γιατί έχει φωτιά στο Νταού και φοβάμαι. Το σπίτι μου βρίσκεται 20 μέτρα από τον παραλιακό δρόμο. Ανέβηκε ο άντρας μου στην ταράτσα δεν έβλεπε κάτι ανησυχητικό. Κάποια στιγμή γύρω στις 6 ακούσαμε ότι υπάρχει φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Έκανε δηλώσεις ο κ. Μπουρνους ότι δεν κινδυνεύει το Μάτι. Η καπνά γίνεται πολύ έντονη. Έπεσε το ρεύμα και πήγαμε να φύγουμε στις 18.20. Έβαλα τα παιδιά και τη μητέρα μου στο αμάξι να πάμε στη θάλασσα.

    Βλέπω στο λιμάνι ότι έχει πολλά αυτοκίνητα, διώχνω τα παιδιά από το αμάξι και κάνω επιτόπου να πάω προς Ραφήνα. Βλέπω κι εκεί ακινητοποιημένα αμάξια. Ξέροντας το Μάτι άφησα το αμάξι μου σε μια πολυκατοικία. Πήρα τη μητέρα μου και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Άρχισε να βρέχει καύτρες. Οδήγησα τη μάνα μου προς τα σκαλιά και λίγο πριν σκόνταψε κι έπεσε. Ο άντρας μου κατάλαβε ότι υπάρχει θέμα.

    Γυρίζει να με βοηθήσει να πάρουμε τη μητέρα μου. Εκείνη την ώρα μας έπιασε μεγάλη φωτιά, άρπαξα κι εγώ φωτιά, καιγόμουν και δεν υπήρχε κανείς κοντά. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να τη μετακινήσει. Όταν ο άντρας μου είδε ότι δεν μπορούσαμε να σώσουμε τη μητέρα μου με άρπαξε για να σώσει εμένα. Με κατέβασε σε μια μικρή παραλία. Ήταν καμπόσος κόσμος εκεί. Με έβαλαν μέσα στη θάλασσα. Κάθισα λίγη ώρα κι επειδή είχα αφόρητους πόνους από το έγκαυμα βγήκα».

    Συνεχίζοντας την συγκλονιστική περιγραφή της η μάρτυρας ανέφερε πως έμεινε για ώρες στη θάλασσα γνωρίζοντας ότι η μητέρα της είχα πλέον χαθεί. «Ήξερα ότι έχω τη μητέρα μου από πάνω κι εγώ δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Άκουγα εκρήξεις, ανθρώπους να φωνάζουν ονόματα ψάχνοντας τους δικούς τους. Έμεινα έξι ώρες εκεί. Κατά τις 12.30 τη νύχτα ήρθαν κάποιοι με φακούς να μας πάρουν για να μας βγάλουν.


    Δεν μπορούσα να ξαναμπώ στη θάλασσα με έβαλαν σε μια καρέκλα και με πέταξαν σε φουσκωτό και με πήγαν στη Ραφήνα. Πήγα περπατώντας στο λιμάνι από το σημείο που μας άφησαν. Δεν είχα κανέναν. Οι γιοί μου έφτασαν περπατώντας και κολυμπώντας στη Νέα Μάκρη. Τους περιέθαλψε ένας καθηγητής τους. Βρέθηκα μόνη, καμένη, πονεμένη και μη ξέροντας τι έχει γίνει. Συναντούσα φίλους γνωστούς, καμένους, πονεμένους, που έψαχναν να βρουν όλοι τι έγινε. Κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει και γιατί έχει γίνει. Άρχισαν να φέρνουν σάκους για πτώματα. Δεν ήξερα να ήταν η μαμά μου μέσα. Ο άντρας μου πήγε στο σημείο που ήταν η μητέρα μου. Τη βρήκε και οδήγησε εκεί κάποιους αστυνομικούς και γύρισε σπίτι μας. Το επόμενο πρωί είπα να βρω ένα γιατρό να μου δέσει το πόδι. Όταν με είδε ο γιατρός με έστειλε στο Γεννήματα. Έμεινα 17 ημέρες. Βίωσα παρά πολύ δύσκολα πράγματα».

    Συγκλονιστική ήταν όμως και η κατάθεση που έδωσε στο δικαστήριο ο κ. Αριστοτέλης Γραικιώτης, ο οποίος βρήκε απανθρακωμένη τη σύντροφό του. Ο μάρτυρας περιέγραψε μεταξύ άλλων στην κατάθεσή του τα εξής: «….Ανέβηκα 500 μέτρα στην εκκλησία του Ματιού. Είχε πιάσει φωτιά ένα οικόπεδο, διάσπαρτες φλόγες. Εκεί φοβήθηκα και την πήρα τηλέφωνο. Της είπα «Στέλλα βγες στην Ποσειδώνος να σε πάρω να πάμε στο σπίτι να πάρουμε 2-3 πράγματα να φύγουμε» είπε και συνέχισε: «Ξεκινήσαμε Ήταν μια ανηφόρα δε βλέπαμε στο 1,5 μέτρο από τον καπνό. Πήραμε 2-3 πράγματα και βγήκαμε έξω.

    Η μηχανή μου ήταν προς Ραφήνα, το αμάξι της Στέλλας ήταν παρκαρισμένο προς τη Νέα Μάκρη. Πήρα τη μηχανή και πήγα προς το κόκκινο λιμανάκι που είχαμε δώσει ραντεβού. Η Στέλλα έκανε μια διαδρομή για να βγει στη λεωφόρο Δημοκρατίας για να βγει στο Κόκκινο Λιμανάκι. …Την παίρνω τηλέφωνο εφτά παρά δυο λεπτά το απόγευμα. Μου απάντησε ότι άφησε το αμάξι. Ότι έχει φοβερή φωτιά. Την έπαιρνα, καλούσε αλλά δε μου απάντησε. Έκανα 3-4 κλήσεις. Σκέφτηκα ότι θα έτρεχε και δε μπορούσε να απαντήσει. Καθώς ήμουν στο Κόκκινο Λιμανάκι είδα 2-3 δέντρα να φουντώνουν. Τα αυτοκίνητα είχαν μπλοκάρει».

    Ο μάρτυρας ανέφερε πως στη προσπάθειά του να βρει την σύντροφό του, άφησε τη μηχανή του στη Ραφήνα και ξεκίνησε να τη βρει μέσα από τα βράχια και τη θάλασσα. Κατέθεσε χαρακτηριστικά: «Φτάνοντας στη Δημοκρατίας και Παύλου Μελά τρελάθηκα γιατί έστω κι ένας αστυνομικός να υπήρχε εκείνη την ώρα να μην αφήνει τα αμάξια να μπαίνουν προς το Μάτι! Θα είχαν φύγει όλα τα αυτοκίνητα και δεν θα καιγόταν κόσμος! Πήγα με τα πόδια στην παραλία με σκόνη να φτάσω από τα βράχια ή κολυμπώντας μη βρω το σημείο που κατέβηκε η Στελλα. Ανεβαίνοντας στα βράχια με αέρα, λάβα και φωτιά έφτασα. Κρυβόμουν στις σπηλιές να μη με κάψει η φωτιά. Φτάνω στο μπλε λιμανάκι. Ακούω μια κόρνα και ήταν ένα φουσκωτό. Μου λένε να έρθουν να με διασώσουν. Ανέβηκα στο φουσκωτό και συνεχίσαμε προς Κυανή Ακτή».

    Ακολούθως, ο κ. Γραικιώτας αναφέρθηκε στην 13χρονη Εβίτα Φύτρου, η οποία είχε πηδήξει από τη θάλασσα για να σωθεί από τις φλόγες με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή της. «Πηγαίνοντας σε κάποια βράχια μας φώναξαν κάποιοι άνθρωποι και πήγαμε προς τα εκεί. Ο ένας ήταν καμένος δεν ήξερα που να τον πιάσω να μην πονάει. Ξαναγυρίσαμε στη Ραφήνα. Πήγαμε να επιστρέψουμε και ο λιμενικός που βρισκόταν στο φουσκωτό δέχτηκε κλήση να πάμε σε μια παραλία γιατί υπήρχε άνθρωπος που είχε πεθάνει. Ήταν το κοριτσάκι που είχε πέσει από τα βράχια. Πήγαμε εκεί, εγώ δεν άντεξα να βγω. Παραλάβαμε το κοριτσάκι.

    Το βάλαμε στο φουσκωτό. Πήγαμε στη Ραφήνα. Εγώ ρωτούσα αν είχε δει κανείς τη Στέλλα. Είχαν περάσει 2 με 2,5 ώρες», είπε για να προσθέσει πως κατάφερε να μάθει για τη σύντροφο του πέντε μέρες αργότερα! Είχε βρεθεί στο οικόπεδο Φράγκου απανθρακωμένη μαζί με άλλους. «Φτάσαμε στην Κυανή Ακτή και προτού να φτάσουμε στην πίσω πλευρά της ταβέρνας. Παραλίγο να πατήσω απανθρακωμένο ένα πτώμα.

    Φωνάζω κάποιους του Ερυθρού Σταυρού. Έφυγα και έφτασα έξω από το σπίτι του Φράγκου. Η πόρτα ανοιχτή αλλά δε μπήκαμε μέσα, δεν μπορούσα να φανταστώ… Έψαχνα πολλές μέρες μαζί με τις κόρες και την αδελφή της Στέλλας» ανάφερε ο μάρτυρας για να προσθέσει: «Δεν υπήρχε από πουθενά βοήθεια. Δεν ειδοποιήθηκε ο κόσμος. Υπήρχε χρόνος να ενημερώσουν. Ο καθένας έκανε ότι μπορούσε».

    Η κόρη του θύματος Αθηνά Νικολάου, είπε στην κατάθεσή της. «Κατά τις 18:00 με καλεί για να με ενημερώσει για κάτι. Της λέω θα σε πάρω σε μισή ώρα. Καλώ δεν την βρίσκω. Επικοινωνώ με αδελφή μου και μου λέει ότι η φωτιά έχει φτάσει στο Μάτι και δεν ξέρουν που είναι.

    Πηγαίναμε στα νοσοκομεία που υπάρχουν θύματα. Είδα πτώματα καμένα. Μήπως η μαμά μου ήταν εκεί. Δεν ήταν προφανώς. Είχα ακούσει ότι σε ένα οικόπεδο είχαν βρεθεί πολλά άτομα. Πήγα εκεί. Είδα πεταμένα πράγματα από ανθρώπους, έπιασα ένα κλειδί καμένο, το άφησα κάτω. Δεν είδα κάτι της μητέρας μου προφανώς. Έδωσα δείγμα DNΑ, πήγαινα κάθε ημέρα στο Μάτι, φώναζα μαμά παντού. Μας ενημέρωσαν ότι η μητέρα μου είχε ταυτοποιηθεί στο κτήμα Φράγκου».

    Τέλος, ο μάρτυρας Αντ. Κάκαρης μίλησε για το θάνατο του αδελφού του. «Πληροφορήθηκα γεγονός από κόρη συντρόφου αδελφού μου. Τον ψάχναμε, κάναμε αναρτήσεις, μέσω φίλων, γνωστών. Ήταν αλεξιπτωτιστής, δυνατός, θεωρούσα αδύνατον να πάθει κάτι» ανέφερε ο μάρτυρας για να προσθέσει:«Ψάχναμε πέντε ημέρες που ήταν αγνοούμενος μέχρι που έγινε ταυτοποίηση. Μάθαμε ότι κατευθύνθηκε προς θάλασσα με αποτέλεσμα να πέσει στο μποτιλιάρισμα.

    Δυστυχώς με όλα αυτά που έγιναν, έχασε τη ζωή του, στη Ποσειδώνος. Όπως και η σύντροφος. Εγκλωβίστηκε, περπάτησε προς θάλασσα και δεν κατάφερε να γλιτώσει».
    Η δίκη συνεχίζεται αύριο.


    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΡΟΗ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

    ΑΠΟΨΕΙΣ