Η Ελλάδα σταδιακά εξελίσσεται σε «χώρα γερόντων», καθώς – όπως καταδεικνύει νέα μελέτη του ΟΟΣΑ για το δημογραφικό – οι γεννήσεις μειώνονται την ώρα που το προσδόκιμο ζωής ανεβαίνει συνεχώς.
Το γεγονός αυτό, μάλιστα, «απειλεί» την επάρκεια του ασφαλιστικού συστήματος.
Ξεκινώντας από τη βάση, η έκθεση του ΟΟΣΑ «Pensions at a Glance 2025» αναφέρει ότι ο πληθυσμός των χωρών–μελών αναμένεται να γεράσει με ταχείς ρυθμούς μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες.
Έως το 2050 προβλέπεται πως για κάθε 100 άτομα ηλικίας 20–64 θα αντιστοιχούν 52 άτομα άνω των 65 ετών, έναντι 33 το 2025 και μόλις 22 το 2000. Η αύξηση του δείκτη γήρανσης έως τότε εκτιμάται πως θα είναι πολύ υψηλή σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Στην Κορέα υπολογίζεται άνοδος σχεδόν 50 μονάδων, ενώ σε Ελλάδα, Ιταλία, Πολωνία, Σλοβακία και Ισπανία η μεταβολή αναμένεται να ξεπεράσει τις 25 μονάδες.
Παράλληλα, ο ενεργός πληθυσμός ηλικίας 20–64 αναμένεται να συρρικνωθεί πάνω από 30% μέσα στα επόμενα 40 χρόνια σε χώρες όπως η Εσθονία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ιαπωνία, σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας έκθεσης.
Έρχεται αύξηση στο όριο συνταξιοδότησης;
Όσον αφορά το όριο συνταξιοδότησης, προβλέπεται άνοδος στον μέσο όρο των κρατών του ΟΟΣΑ: από 64,7 έτη για τους άνδρες και 63,9 για τις γυναίκες που αποχωρούν το 2024, σε 66,4 και 65,9 έτη αντίστοιχα για όσους ξεκινούν τώρα την επαγγελματική τους πορεία.
Το μελλοντικό όριο θα κυμαίνεται από 62 έτη για την Κολομβία (άνδρες), το Λουξεμβούργο και τη Σλοβενία, μέχρι και 70 ή περισσότερα χρόνια σε Δανία, Εσθονία, Ιταλία, Κάτω Χώρες και Σουηδία.
Ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι πολλοί εργαζόμενοι θα λαμβάνουν καθαρή σύνταξη ίση περίπου με το 63% του καθαρού μισθού τους. Σε Εσθονία, Ιρλανδία, Κορέα και Λιθουανία, το μελλοντικό καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης πέφτει κάτω από το 40%.
Για όσους έχουν πλήρη εργασιακή διαδρομή με αποδοχές στο μισό του μέσου μισθού, το ποσοστό είναι υψηλότερο, φτάνοντας κατά μέσο όρο το 76%.
Η έκθεση «Pensions at a Glance» δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα και στις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα ως προς το ύψος των συντάξεων. Οι γυναίκες εξακολουθούν να λαμβάνουν συνταξιοδοτικές αποδοχές κατά 23% χαμηλότερες από των ανδρών στις χώρες του ΟΟΣΑ – ποσοστό μεν βελτιωμένο σε σχέση με το 28% του 2007, αλλά εξακολουθητικά μεγάλο.
Οι ανισότητες στα συνολικά εισοδήματα ζωής, οι οποίες απορρέουν από διαφοροποιήσεις στην απασχόληση, στις ώρες εργασίας και στις αμοιβές ανά ώρα, υπολογίζεται πως φθάνουν κατά μέσο όρο στο 35% και αποτελούν τον βασικό λόγο για το χάσμα αυτό. Επιπλέον, η άνιση κατανομή της μη αμειβόμενης εργασίας εντείνει το πρόβλημα.
Για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το ζήτημα, θεωρείται αναγκαία η υιοθέτηση μιας συνολικής πολιτικής προσέγγισης, η οποία θα περιλαμβάνει παρεμβάσεις τόσο στην αγορά εργασίας, όσο και στην οικογένεια και στο συνταξιοδοτικό σύστημα, με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των φύλων.