Στο αρχείο καταλήγει υπόθεση που αφορά στον τραυματισμό ανθυποπλοιάρχου από ανθυπασπιστή του Λιμενικού Σώματος. Για την πράξη αυτή μάλιστα ο ανθυπασπιστής καταδικάστηκε από Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο σε ποινή φυλάκισης ενός έτους και έξι μηνών, μετατρεπόμενη προς πέντε ευρώ για κάθε μία ημέρα φυλάκισης.
Μετά την καταδίκη του ο ανθυπασπιστής, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο ζητώντας την αναίρεση της απόφασης που εκδόθηκε σε βάρος του. Οι αρεοπαγίτες αν και δεν αναίρεσαν την απόφαση, έκριναν ωστόσο, πως η όλη υπόθεση θα πρέπει να αρχειοθετηθεί, καθώς «εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 του Ν.4411/2016 και, συνεπώς, με βάση τα σημερινά δεδομένα, της πρόβλεψης δηλαδή γι’ αυτήν ποινής κατώτερης των δύο ετών, ή χρηματικής ποινής ή παροχής κοινωφελούς εργασίας», δεν έπρεπε να εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιον του Αρείου Πάγου, αλλά να τεθεί στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Αρείου Πάγου, ο ανθυπασπιστής καταδικάσθηκε και κηρύχθηκε ένοχος παμψηφεί λόγω του ότι προξένησε σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας σε άλλο πρόσωπο και δη σε ανθυποπλοίαρχο του Λιμενικού Σώματος.
Συγκεκριμένα, με διαταγή του λιμενάρχη ο ανθυπασπιστής μετέβη με επικελευστή, μηχανοδηγό σε ιδιωτικό συνεργείο προκειμένου να παραλάβει σκάφος του λιμενικού και να εκτελέσει δοκιμαστικό πλού. Όταν όμως έφτασε στο σημείο, επιβιβάσθηκε μόνος του στο σκάφος «κατά παράβαση του υπ’αριθμ.04/07 Κανονισμού Λειτουργίας Πλοίων – Σκαφών του Λιμενικού Σώματος που απαιτεί ως ελάχιστη οργανική σύνθεση για εκτέλεση πλού δύο μέλη πληρώματος (χειριστή και μηχανοδηγό) και από επιπολαιότητα και υπερεκτίμηση των ικανοτήτων του δεν ασφάλισε τον διακόπτη ασφαλείας κινδύνου (QUICK STOP) στην εξάρτηση ή τη ζώνη του ούτε κινήθηκε με χαμηλή ταχύτητα και με ομοιόμορφα τριμαρισμένους τους δύο κινητήρες».
Αντίθετα, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Αρείου Πάγου ο ανθυπασπιστής «ανέπτυξε την μέγιστη ταχύτητα, πλέον των 50 κόμβων, με τον αριστερό κινητήρα σε υψηλότερη θέση από τον δεξιό χωρίς αυτό να δικαιολογείται από την κατάσταση της θάλασσας, ενώ όταν έφθασε σε απόσταση περί το μισό με ένα ναυτικό μίλι από την ακτή, πραγματοποίησε απότομο δεξιό ελιγμό, με συνέπεια να εξέλθει του νερού (“να ξενερίσει») ο έλικας του αριστερού κινητήρα και το σκάφος να κλίνει βίαια προς τα δεξιά», με συνέπεια ο ίδιος να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στη θάλασσα «και το σκάφος ακυβέρνητο να συνεχίσει την δεξιόστροφη ελλειπτική πορεία του με μεγάλη ταχύτητα, με σοβαρό κίνδυνο ατυχήματος».
Ακολούθησε επιχείρηση ακινητοποίησης του ακυβέρνητου σκάφους από σκάφη του λιμενικού. Στο πλαίσιο της επιχείρησης αυτής «επήλθε σύγκρουση» του ακυβέρνητου σκάφους με το περιπολικό του λιμενικού επί του οποίου επέβαινε ο ανθυποπλοίαρχος, «ο οποίος έπεσε στη θάλασσα και τραυματίσθηκε από την προπέλα της μηχανής του ακυβέρνητου σκάφους, υποστάς πολλαπλές κακώσεις και ειδικότερα εκτεταμένα θλαστικά τραύματα οσφυοιεράς χώρας και γλουτών, κατάγματα δεξιού λαγονίου και ιερού οστού, κατάγματα εγκαρσίων και ακανθωδών αποφύσεων ΟΜ.ΣΣ, κατάγματα πλευρών και ευμεγέθη ελλείμματα μαλακών μορίων ιεροκοκκυγικής και γλουτιαίας χώρας».
Κατά τη δικαστική απόφαση ο ανθυπασπιστής μπορούσε με βάση τις γνώσεις και την πείρα του να αποφύγει τη σύγκρουση «τηρώντας τους κανόνες ασφαλούς πλεύσης, δηλαδή ασφαλίζοντας το QUICK STOP επάνω του, επιβιβάζοντας τον μηχανοδηγό προ του απόπλου, διατηρώντας και τους δύο κινητήρες στο ίδιο ύψος, τηρώντας χαμηλή ταχύτητα και αποφεύγοντας απότομο δεξιό ελιγμό».
Υπό τα δεδομένα αυτά ο ανθυπασπιστής κηρύχθηκε ένοχος από το δευτεροβάθμιο αναθεωρητικό δικαστήριο «για παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 314 παρ.1 εδ. α’ του ΠΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 14 παρ.1, 16, 17, 18 εδ. β’, 26 παρ.1 εδ.β’, 28, 51, 53, 79 και 314, 315 παρ.1 εδ.β’του ΠΚ». Σύμφωνα όμως, με τον Άρειο Πάγο, «η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρ.314 παρ.1 ΠΚ, όπως ήδη ισχύει μετά την 1-7-2019 του νέου Ποινικού Κώδικα είναι ευμενέστερη από την προηγούμενη με τον ίδιο αριθμό διάταξη του παλαιού Ποινικού Κώδικα και συνεπώς πρέπει να τύχει εφαρμογής η νέα αυτή ρύθμιση από τον Άρειο Πάγο…. Ενόψει δε του ότι πρόκειται για αξιόποινη πράξη που έχει τελεστεί πριν από τις 31-3-2016, ήτοι στις 22-2-2016, η δε παράβαση του 314 παρ.1 ΠΚ δεν υπάγεται στις ανωτέρω αναφερόμενες εξαιρέσεις, η υπόθεση εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 του Ν.4411/2016 και, συνεπώς, με βάση τα σημερινά δεδομένα, της πρόβλεψης δηλαδή γι’ αυτήν ποινής κατώτερης των δύο ετών, ή χρηματικής ποινής ή παροχής κοινωφελούς εργασίας, δεν έπρεπε να εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αλλά να τεθεί στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα».