15.5 C
Athens
13.2 C
Thessaloniki
Σάββατο 27 Απριλίου 2024
More

    Αυστηροποίηση ποινών: Εργαλείο επικοινωνιακής διαχείρισης ή δικαιοπολιτική αναγκαιότητα;


    Με την συμμετοχή του νυν υπουργού και δυο τέως υπουργών Δικαιοσύνης, δικαστικών και δικηγόρων, πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Πέμπτης 14-7-2022, στον ΔΣΑ, εκδήλωση που οργάνωσε το Νομικό Βήμα με θέμα: «ΑΥΣΤΗΡΟΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΝΩΝ: Εργαλείο επικοινωνιακής διαχείρισης ή δικαιοπολιτική αναγκαιότητα;».

    Μιλώντας στην εκδήλωση ο Πρόεδρος του ΔΣΑ Δ. Βερβεσός ανέφερε αναμεσά στα άλλα:


    “…απαιτείται ασφάλεια δικαίου και σταθερότητα, που υπονομεύονται όταν ο ποινικός νόμος υποκύπτει στις πιέσεις της επικαιρότητας και της κοινής γνώμης, υπό το βάρος εγκλημάτων που προκαλούν δικαιολογημένη δημόσια συζήτηση, ή και αποτροπιασμό λόγω των συνθηκών τέλεσής τους. “

    foto2

    Σε σχέση με την αυστηροποίηση των ποινών ο κ Βερβεσός επισήμανε:


    «Η αυστηροποίηση των ποινικών κυρώσεων, άλλωστε, που παρουσιάζεται συχνά στο δημόσιο διάλογο ως πανάκεια προς αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, αποδεικνύεται εν τέλει ότι δεν συνδέεται αιτιωδώς και μονοσήμαντα με την επίτευξη των στόχων αντεγκληματικής πολιτικής. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ έχουμε σημαντικό ποσοστό καταδικασμένων σε ισόβια κάθειρξη, δεν έχει παρατηρηθεί αντίστοιχη αποκλιμάκωση της εγκληματικότητας».

    Στην παρέμβαση του ο υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρας επισήμανε ανάμεσα στα άλλα πως «οι νομοθετικές πρωτοβουλίες του υπουργείου Δικαιοσύνης είχαν ως στόχο τη διόρθωση των εξόφθαλμων αστοχιών των Κωδίκων που θέσπισε η προηγούμενη Κυβέρνηση αλλά και εξορθολογίστηκαν οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα προς την κατεύθυνση, αφενός της αυστηροποίησης των ποινών και αφετέρου στην εξυπηρέτηση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, ως θεμελιώδους του ποινικού δικαιικού μας συστήματος»
    Ο υπουργός επισήμανε πως η επιλογή του ποινικού νομοθέτη δεν πρέπει να καθορίζεται από επικοινωνιακή διαχείριση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης πρέπει να είναι αποστασιοποιηθέντος από την ζώσα κοινωνική πραγματικότητα»

    Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Μ. Καλογήρου, μιλώντας εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ανέφερε ανάμεσα στα άλλα:

    «Οι τροποποιήσεις στον ΠΚ του 2019, αποτέλεσαν ένα πραγματικό κέρδος για την εξέλιξη της ποινικής επιστήμης στην χώρα μας…. Οι αλλαγές ήταν σίγουρα επιβεβλημένες και σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένες..»

    Ο κ Καλογήρου επισήμανε επίσης ότι: «Οι συμβολικές αυστηροποιήσεις των ποινών, όπως η επαναφορά των ισοβίων ως αποκλειστικά επαπειλούμενη ποινή για μια σειρά αδικήματα, δεν είναι το πλέον αποτελεσματικό μέτρο για την πρόληψη και αντιμετώπιση εγκληματικότητας».

    Βασικό είναι ο εγκληματίας να γνωρίζει με βεβαιότητα θα συλληφθεί και ότι με βεβαιότητα άμεσα θα δικαστεί.

    Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Χ. Καστανίδης ανέφερε αναμεσά στα άλλα:
    «Είναι η αυστηρότερη ποινή που βοηθά η ορθή αντιεγκληματική πολιτική και η εξιχνίαση του εγκλήματος…. Η εφαρμογή των αντιεγκληματικών ποινών και η εφαρμογή των εναλλακτικών ποινών (κοινωφελής εργασία) είναι η ορθή λύση».

    Ο κ Καστανίδης ανέφερε πως σύμφωνα με τα επισημά στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας η εξιχνίαση του εγκλήματος πέφτει μέσα στα τελευταία χρόνια .από το 90% στο 45% και» η φοβερή φιλοσοφική και νομική σύλληψη των κυβερνώντων είναι πως αν αυστηροποιήσουν τις ποινές θα επιλύσουν το ποινικό πρόβλημα της χώρας».

    Στην εκδήλωση μίλησαν επίσης οι Γεώργιος Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτης, Βασίλης Δημακόπουλος, Δικηγόρος Αθηνών,Δημήτριος Γκαβέλας, Δικηγόρος Αθηνών, Σταύρος Χούρσογλου, Δικηγόρος Αθηνών, D.E.A. Ποινικού Δικαίου και ο Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής του Νομικού Βήματος κ. Γεώργιος Καλλιμόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.

    Ολη η εκδήλωση στο κανάλι του ΔΣΑ στο youtube

    Η ομιλία του Βερβεσού

    Είναι ιδιαίτερη τιμή και χαρά να σας καλωσορίζω σήμερα στην ημερίδα του Νομικού Βήματος με αντικείμενο τον προβληματισμό σχετικά με την αυστηροποίηση των ποινών. H αυστηροποίηση συνιστά δικαιοπολιτική αναγκαιότητα ή κατά περίπτωση χρησιμοποιείται και ως εργαλείο επικοινωνιακής διαχείρισης; Σε αυτό το κομβικό για το κράτος δικαίου ερώτημα θα κληθούμε σήμερα να απαντήσουμε.
    Θέλω από το βήμα αυτό να ευχαριστήσω θερμά για την ανταπόκριση στην πρόσκλησή μας, τον νυν και τους πρώην Υπουργούς Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνο Τσιάρα, Μιχάλη Καλογήρου και Χάρη Καστανίδη, τον Αρεοπαγίτη Γεώργιο Παπαγεωργίου, τους συναδέλφους Βασίλη Δημακόπουλο, Δημήτριο Γκαβέλα, Σταύρο Χούρσογλου, που θα αναλάβουν το βάρος των εισηγήσεων, τους συναδέλφους και μέλη του ΔΣ του ΔΣΑ, Χριστίνα Τσαγκλή και Θεόδωρο Μαντά, που θα έχουν την ευθύνη του συντονισμού και τον Πρόεδρο της Επιστημονικής Επιτροπής του Νομικού Βήματος, Ομ. Καθηγητή Γεώργιο Καλλιμόπουλο, που θα χαιρετίσει την εκδήλωση εκ μέρους της Επιστημονικής Επιτροπής.
    Η κοινή παρουσία εκπροσώπων της πολιτικής εξουσίας και του νομικού κόσμου στο ίδιο forum διαλόγου θεωρώ ότι συνιστά ένα πολύ σημαντικό θετικό βήμα για την λυσιτελή αντιμετώπιση του διαχρονικού ζητουμένου της ορθής ποινικής νομοθέτησης στη χώρα μας.

    Ξεκινώ με μία δογματική σταθερά, που έχει ευθεία συνταγματική αναγωγή: Το ποινικό δίκαιο είναι ίσως εκείνος ο κλάδος δικαίου, όπου επιβάλλεται εντονότερα η νομοθετική σταθερότητα. Η μεταβολή της ποινικής μεταχείρισης προϋποθέτει προσεκτικές δικαιοπολιτικές σταθμίσεις και τεκμηριωμένες κανονιστικές αξιολογήσεις καθώς διακυβεύεται το μείζον αγαθό της προσωπικής ελευθερίας.

    Αν επιχειρούσαμε να συνοψίσουμε τη μέχρι σήμερα εμπειρία των τελευταίων 30 ετών στο πεδίο ποινικής νομοθέτησης στη χώρα μας θα καταλήγαμε νομίζω στα ακόλουθα συμπεράσματα:

    Πρώτον, η ποινική νομοθέτηση κατέστη συν τω χρόνω πληθωρική, ιδίως στο επίπεδο των ειδικών ποινικών νόμων. Η παραδοσιακή αρχή του ποινικού δικαίου nullum crimen, nulla poena sine lege, υπέστη διαστροφική μετάλλαξη. Ο κανόνας έγινε: nulla lex sine poena. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα νομοθέτημα που να μην συνοδεύεται από ειδικές ποινικές διατάξεις. Η ποινικοποίηση επιχειρείται συχνά άκριτα, κατά τρόπο που διαρρηγνύει την αξιολογική συνοχή του ποινικού συστήματος και οδηγεί σε υπέρμετρη διεύρυνση του αξιόποινου ακόμη και σε συμπεριφορές που δεν δικαιολογούν ποινική αντιμετώπιση.

    Δεύτερον, η ποινική νομοθεσία χαρακτηρίζεται από προϊούσα αυστηροποίηση των ποινών και ενίσχυση της ποινικής καταστολής, συνήθως υπό τη δραστική επίδραση της επικαιρότητας και του αντικτύπου των εγκλημάτων που κινητοποιούν την κοινή γνώμη.

    Τρίτον, το σύστημα ποινικής καταστολής και έκτισης των ποινών στη χώρα μας, παρά τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του, εγείρει ερωτηματικά και αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης αντεγκληματικής πολιτικής.

    Στην μακρά αυτή πορεία του ποινικού δικαίου σημείο τομής αποτέλεσε αναμφίβολα η θέσπιση των δύο νέων Κωδίκων –ΠΚ & ΚΠΔ- το 2019. Οι νέοι Κώδικες ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιας νομοπαραγωγικής διαδικασίας στην οποία συμμετείχαν επιφανείς εκπρόσωποι της δικηγορίας, της ακαδημαϊκής κοινότητας και της δικαιοσύνης. Συνιστούν, κατά την κρατούσα γνώμη, σημαντική παρέμβαση στο πλαίσιο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και έταμαν στην ορθή, κατ’ αρχήν, κατεύθυνση πλήθος ζητημάτων που είχε θέσει η θεωρία, ή είχαν αναφυεί στην πράξη, χωρίς πάντως να λείπουν και ορισμένες αστοχίες.

    Πριν καλά καλά στεγνώσει η νομοθετική μελάνη, αναπτύχθηκαν φυγόκεντρες δυνάμεις σε επίπεδο νομοθετικής πολιτικής. Μέσα στα τρία μόλις χρόνια ζωής του νέου Ποινικού Κώδικα, εισήχθησαν πλείονες σημαντικές αλλαγές στο νεοπαγές νομοθέτημα. Θυμίζω ότι μέχρι τώρα τροποποιήσεις επέφεραν διαδοχικά οι ν. 4623/2019, 4637/2019, 4640/2019, 4745/2020, 4689/2020, 4777/2021, 4800/2021, 4855/2021, 4871/2021, 4908/2022 και προσφάτως ο ν. 4947/2022, που περιέχει τις νέες διατάξεις για την εκδικητική πορνογραφία, αλλά και το πολύπαθο άρθρο 349 ΚΠΔ. Δηλ. 11 τροποποιητικοί νόμοι σε 3 χρόνια!

    Το δικηγορικό σώμα, δια των συλλογικών του οργάνων, διατύπωσε από την πρώτη στιγμή επιφυλάξεις και προβληματισμούς ως προς επιμέρους ρυθμίσεις του Κώδικα, που έχρηζαν πράγματι αναθεώρησης, και κατά τούτο η νομοθετική παρέμβαση ήταν επιβεβλημένη. Επί παραδείγματι, δημόσια επισημάναμε ότι επιβάλλεται η επανεξέταση των όρων της υφ’ όρων απόλυσης, ώστε να επιτυγχάνονται οι στόχοι γενικής και ειδικής πρόληψης, και να μην ενισχύεται η «λογική του εγκληματία», ο οποίος προσβλέπει σε έκτιση ποινής κατά πολύ συντομότερης της επιβληθείσας, είτε λόγω υφ’ όρον απόλυσης, είτε λόγω της προσδοκίας μελλοντικών «αποσυμφορητικών διατάξεων». Κατά τούτο η αυστηροποίηση των όρων έκτισης της ποινής σε ειδεχθή εγκλήματα ανταποκρίνεται σε υπαρκτή ανάγκη.

    Από εκεί και πέρα, όμως, απαιτείται ασφάλεια δικαίου και σταθερότητα, που υπονομεύονται όταν ο ποινικός νόμος υποκύπτει στις πιέσεις της επικαιρότητας και της κοινής γνώμης, υπό το βάρος εγκλημάτων που προκαλούν δικαιολογημένη δημόσια συζήτηση, ή και αποτροπιασμό λόγω των συνθηκών τέλεσής τους.
    Ο Ποινικός Κώδικας είναι νομοθέτημα μακράς πνοής και πρέπει να αξιολογείται με νηφαλιότητα, με νομικά κριτήρια, με αποστασιοποίηση από την τρέχουσα επικαιρότητα και χωρίς βεβιασμένες εκτιμήσεις. Η εν θερμώ νομοθέτηση, που ενίοτε εργαλειοποιείται και εντάσσεται στο πλαίσιο πολιτικής επικοινωνιακής διαχείρισης της δίκαιης κοινωνικής κατακραυγής απέναντι σε ειδεχθείς πράξεις, εγκυμονεί τον κίνδυνο άστοχων παρεμβάσεων και αξιολογικών αντινομιών.

    Η αυστηροποίηση των ποινικών κυρώσεων, άλλωστε, που παρουσιάζεται συχνά στο δημόσιο διάλογο ως πανάκεια προς αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, αποδεικνύεται εν τέλει ότι δεν συνδέεται αιτιωδώς και μονοσήμαντα με την επίτευξη των στόχων αντεγκληματικής πολιτικής. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ έχουμε σημαντικό ποσοστό καταδικασμένων σε ισόβια κάθειρξη, δεν έχει παρατηρηθεί αντίστοιχη αποκλιμάκωση της εγκληματικότητας.
    Σε κάθε περίπτωση, ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του ποινικού δικαίου, επιβάλλει τη διατήρηση της δυνατότητα λυσιτελούς επιμέτρησης της επιβλητέας ποινής από το δικαστήριο. Η εξατομίκευση της ποινής είναι κατ’ εξοχήν έργο του δικαστηρίου, το οποίο ο νομοθέτης δεν πρέπει να προσπαθεί να υποκαταστήσει.

    Θέλω να μου επιτρέψετε να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις σχετικά με επιμέρους νομοθετικές παρεμβάσεις που έχουν απασχολήσει το δημόσιο διάλογο. Ξεκινώ με το πιο σημαντικό για εμάς ζήτημα, την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 187 ΠΚ. Οι αλλαγές που επέφερε το άρθρο 72 παρ.2 ν.4908/2022, αποκλείουν την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την αναστέλλουσα δύναμη της έφεσης, στην περίπτωση που δύο τουλάχιστον πρόσωπα έχουν οργανωθεί για τη διάπραξη ακόμα και πλημμελημάτων όπως η αυτοδικία, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, ή η διατάραξη της οικιακής ειρήνης. Με τη νέα ρύθμιση, κατηγορούμενοι που έκαναν γκράφιτι σε τοίχο ή αφισοκόλληση από κοινού, ή εργαζόμενοι που πραγματοποίησαν συμβολική κατάληψη σε χώρο εργασίας ή διέκοψαν τη συνεδρίαση οργάνου, κινδυνεύουν να οδηγηθούν στη φυλακή, ασχέτως μάλιστα της τυχόν αθώωσης τους στο Εφετείο. Τουναντίον, κάποιος που καταδικάστηκε για πολύ βαρύτερο πλημμέλημα, όπως η βαριά σωματική βλάβη, μπορεί να πετύχει την αναστολή της ποινής του, ενώ κατηγορούμενος που καταδικάστηκε πρωτόδικα για βαρύ κακούργημα -ακόμα και για ανθρωποκτονία ή και βιασμό όπως είδαμε προσφάτως- θα μπορεί να μείνει εκτός φυλακής εφόσον το δικαστήριο χορηγήσει αναστέλλουσα δύναμη στην έφεσή του.
    Επομένως, εδώ στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε με αυστηροποίηση του πλαισίου, αλλά με υπονόμευση θεμελιωδών αρχών του ποινικού δόγματος, καθώς θίγονται: α) το τεκμήριο αθωότητας· β) η ισότητα του νόμου· γ) η αναλογικότητα των ποινών· και δ) η επιμέτρηση της ποινής από τον φυσικό δικαστή. Θυμίζω ότι οι αρχές αυτές συνιστούν ακρογωνιαίο λίθο της Δικαιοσύνης από την εποχή του Πλάτωνα, ο οποίος τις απέδιδε με μοναδική πυκνότητα ως «το προσήκον εκάστω αποδιδόναι» (Πολιτεία α 332).

    Δεν χρήζει σχολιασμού, όμως μόνο η αυστηροποίηση των ποινών, αλλά και το αντιφατικό μήνυμα που εκπέμπει ο νομοθέτης όταν διαχρονικά εισάγει «αποσυμφορητικές διατάξεις» αθρόας παραγραφής εγκλημάτων ή κατ’ εξαίρεση υφ’ όρων απόλυσης καταδίκων με αδικαιολόγητα ευνοϊκές προϋποθέσεις. Όπως πολλές φορές έχουμε, ως δικηγορικό σώμα, επισημάνει, οι επιλογές αυτές υπονομεύουν, αντί να ενισχύουν, τη γενική και ειδική πρόληψη. Προσεκτική στάθμιση, με σκοπό τη συνοχή της ποινικής νομοθεσίας και τη συνέπεια του νομοθέτη, απαιτείται όχι μόνον στις περιπτώσεις αυστηροποίησης της ποινικής μεταχείρισης, αλλά και σε περιπτώσεις αδικαιολόγητα χαριστικών διατάξεων.

    Στο έργο αυτό που καλείται να φέρει σε πέρας η Πολιτεία, με σκοπό την προσήκουσα στάθμιση, την ασφάλεια δικαίου, τη συνεπή επιβολή της νομιμότητας και τη διαφύλαξη του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα του ποινικού δικαίου, το δικηγορικό σώμα είναι και θα παραμείνει αρωγός, στο πλαίσιο της θεσμικής αποστολής του κατά τον Κώδικα Δικηγόρων. Η θεσμική αυτή συναλληλία, όμως, από την οποία μόνο κέρδος μπορεί να προκύψει για την ποιότητα του παραγόμενου νομοθετικού έργου, προϋποθέτει προηγούμενη διαβούλευση με το δικηγορικό σώμα και ευρεία συμμετοχή του στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές (όπως άλλωστε ο νόμος προβλέπει).
    Αντίθετα, η κόλουρη νομοπαραγωγική διαδικασία, κατά παράκαμψη κάθε διαδικασίας διαβούλευσης, και ο αιφνιδιασμός της νομικής κοινότητας, που θα κληθεί να εφαρμόσει την νομοθεσία, έχει ως αυτόθροη συνέπεια την ψήφιση διατάξεων που είναι νομοτεχνικά εσφαλμένες, συστηματικά ανακόλουθες και δικαιοπολιτικά άστοχες.

    Αφού, λοιπόν συμφωνήσουμε ότι η ποινική νομοθέτηση δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής ή επικοινωνιακής προβολής, ούτε βεβαίως να επηρεάζεται από την εκάστοτε συγκυρία, ας εργαστούμε όλοι οι θεσμικοί παράγοντες από κοινού, με προσήλωση στις θεμελιώδεις αρχές της συνταγματικής δικαιοταξίας και του ποινικού δόγματος, ώστε να υπηρετηθεί το δημοκρατικό κράτος δικαίου, που αποτελεί ύψιστο καθήκον τόσο της Πολιτείας, όσο και της Δικαιοσύνης.

    Είμαι βέβαιος ότι τόσο η νομική κοινότητα, όσο και η εκτελεστική εξουσία και το νομοθετικό σώμα, θα αποκομίσουν πολλά από τη σημερινή συζήτηση. Ας ελπίσουμε ότι τα πορίσματά της ημερίδας θα αξιοποιηθούν προσηκόντως. Σε κάθε περίπτωση, αισθάνομαι, ότι εμείς, ως δικηγορικό σώμα, θα έχουμε κάνει το χρέος μας.

    Σας ευχαριστώ θερμά.


    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΡΟΗ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

    ΑΠΟΨΕΙΣ