Στα 135 χιλιάδες στρέμματα υπολογίζει το Πανεπιστήμιο Αθηνών το «καθαρό» δάσος που κάηκε στη Ρόδο και σύμφωνα με τον καθηγητή Δυναμικής Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας & Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών και προέδρου του ΟΑΣΠ Ευθύμιο Λέκκα, απαιτούνται προσεγμένες δράσεις, άμεσα, για να «θωρακίσουμε» τις καμένες περιοχές από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και πλημμυρικά φαινόμενα, αλλά και να προστατεύσουμε τις περιοχές από το φαινόμενο της «ερημοποίησης» στο μέλλον ενώ, σύμφωνα με την εμπειρία, αναμένεται να δούμε το δάσος να αναγεννιέται σε ορίζοντα πενταετίας.
Ο κ. Λέκκας, ο οποίος βρισκόταν στο νησί της Ρόδου στη διάρκεια της καταστροφικής πυρκαγιάς και χθες συνόδευσε τα Προεδρεία της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας και της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Νοτίου Αιγαίου στις πυρόπληκτες περιοχές, σε δηλώσεις του τόνισε τα εξής:
«Είναι μία εκτεταμένη περιοχή η οποία καταστράφηκε, μία περιοχή την οποία έχουμε υπολογίσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών σε 135 χιλιάδες στρέμματα, το «καθαρό» δάσος που κάηκε.
Είναι, λοιπόν, μία πολύ μεγάλη καταστροφή για τη Ρόδο σε μία κομβική περιοχή που γειτνιάζει με τη Νότια Ρόδο όπου εκεί απουσιάζει το δάσος και έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα ερημοποίησης και η μεγάλη αγωνία είναι να μην προελάσει αυτή η ερημοποίηση στα Βόρεια-αν και πιστεύω ότι το δάσος έχει την δυνατότητα από μόνο του να αναγεννηθεί, βέβαια με τη βοήθεια τη δικιά μας-όπου χρειάζεται».
Από εκεί και πέρα, εκτός από το δάσος -που είναι μέριμνα του Κράτους- εκείνο που μπορούμε να κάνουμε, σύμφωνα με τον κ. Λέκκα, είναι να δούμε τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι οποίες αντιστοιχούν στη χλωρίδα και την πανίδα, στον αέρα, το έδαφος και το υπέδαφος, στα υπόγεια και επιφανειακά νερά.
«Πρέπει να γίνει ένα σύνολο δράσεων έτσι ώστε να αποφύγουμε τις επιπτώσεις απ’ όλα αυτά τα φαινόμενα, τα οποία δεν θα αργήσουν, επίκεινται το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Γιατί οι καμένες περιοχές είναι ιδιαίτερα ευάλωτες και στις κατολισθήσεις και στη διάβρωση και στην ερημοποίηση και στα πλημμυρικά φαινόμενα.
Συνεπώς, πρέπει να κινηθούμε γρήγορα έτσι ώστε να μπορέσουμε να αποφύγουμε όλες αυτές τις συνοδές -όπως λέμε-καταστροφές που συνοδεύουν μία δασική πυρκαγιά, και αυτά παρά το γεγονός ότι στο δάσος πρέπει να κάνουμε αργές κινήσεις γιατί πρέπει να δούμε πως μπορεί να αναγεννηθεί το δάσος και μετά να υποβοηθήσουμε.
Σ’ αυτά πρέπει να κάνουμε βραχυπρόθεσμες κινήσεις έτσι ώστε να μην υποστούμε τις συνέπειες και άλλων καταστροφικών φαινομένων.
Και εκεί είναι η μεγάλη αγωνία και οι τοπικές Αρχές μπορούν να έχουν μία πολύ μεγάλη συμβολή σ’ αυτό», επισήμανε.
Ερωτηθείς ο καθηγητής πότε να περιμένουμε να φύγει η εικόνα του μαύρου, εκτίμησε:
«Πολύ φοβάμαι ότι δεν θα το δούμε σύντομα.
Έχοντας την εμπειρία και από άλλες περιοχές, θα πρέπει να περάσουν ίσως και μερικά χρόνια.
Και βεβαίως μπορούμε να παρέμβουμε σε κάποιες κομβικές, τουριστικές, περιοχές έτσι ώστε να απομειώσουμε την εικόνα αυτή, αλλά δεν θα είναι κάποια δράση η οποία θα υποβοηθήσει το δάσος. Απλά και μόνο θ’ απαλύνουμε λιγάκι την όλη κατάσταση.
Η εικόνα που έχω πάντως από τις δασικές περιοχές είναι ότι σε μία πενταετία το δάσος θα μπορέσει να πάρει τα πάνω του με μία προσεκτική υποβοήθηση δικιά μας ή όπου μπορέσει να αναγεννηθεί το ίδιο, διαφορετικά η περιοχή θα καταλήξει μία περιοχή ερημοποιημένη, η οποία δεν θα είναι η εικόνα μιας ερήμου αλλά μία περιοχή που δεν έχει τα φυσικά χαρακτηριστικά και τους φυσικούς πόρους να αναγεννηθεί από μόνη της και να υποστηρίξει την πανίδα και τη χλωρίδα.
Θέλει πολλή μεγάλη προσοχή οι παρεμβάσεις που θα γίνουν καθώς πρέπει να έχουμε υπομονή στις πιο πολλές και στις άλλες βέβαια πρέπει να δράσουμε άμεσα».
Σε ερώτηση για το εάν ζούμε τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης και αν στο μέλλον γίνουν πιο έντονα αυτά τα φαινόμενα, καταρχάς σημείωσε ότι στη Ρόδο δεν είχαμε τις λεγόμενες megafires, όπως αυτές στην Εύβοια και την Αττική, αλλά η φωτιά εδώ ήταν στα όρια. Και κατέληξε λέγοντας:
«Θεωρώ ότι, η κλιματική κρίση -όπως πρώτοι την είχαμε επισημάνει-στην Ελλάδα είναι παρούσα, υπάρχει μία απορρύθμιση των φυσικών φαινομένων και τη βιώνουμε τώρα.
Υπολογίζαμε το 2010 ότι θα τη βιώσουμε το 2040 και 2050 αλλά, δυστυχώς, ήρθε πολύ πιο πριν».