Έκλεισε με τη «βούλα» του Αρείου Πάγου υπόθεση ιατρικού λάθους με θύμα ένα νεογνό και κατηγορούμενο διακεκριμένο γυναικολόγο δημόσιου νοσοκομείου της επαρχίας. Το Ζ΄ Ποινικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας με απόφασή του έκρινε ότι η απόφαση του Εφετείου που είχε καταδικάσει τον συγκεκριμένο γιατρό για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια πρέπει να αναιρεθεί και να παύσει οριστικά η πλημμεληματική δίωξη που του είχε ασκηθεί λόγω παραγραφής του αδικήματος.
Η παύση της ποινικής δίωξης σε βάρος του κατηγορούμενου γυναικολόγου ήταν «μονόδρομος» για τους αρεοπαγίτες, οι οποίοι ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έκριναν ότι τα δικαστήρια εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις (συμπλήρωση πενταετίας από την τέλεση του αδικήματος, κ.ά) είναι υποχρεωμένα βάσει της νομοθεσίας να παύουν τη δίωξη και να αναιρούν την καταδικαστική απόφαση.
Η υπόθεση που απασχόλησε τον Άρειο Πάγο αφορά σε γυναικολόγο ο οποίος είχε καταδικασθεί με απόφαση Εφετείου σε ποινή φυλάκισης ενός έτους, με αναστολή για τρία έτη. Ο γιατρός κρίθηκε ένοχος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που φέρεται να τέλεσε πριν από μια δεκαετία περίπου. Ωστόσο, η πράξη αυτή, όπως κρίθηκε από τους δικαστές, είναι σε βαθμό πλημμελήματος και υπέπεσε σε παραγραφή μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου, λόγω παρέλευσης οκταετίας από τον χρόνο τέλεσής της μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο, το 2019.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Όπως προκύπτει από τη δικαστική απόφαση, ο εν λόγω γιατρός έχοντας μάλιστα και την ιδιότητα του επιμελή της μαιευτικής κλινικής του δημόσιου νοσοκομείου όπου υπηρετούσε, παρακολουθούσε την εξέλιξη της εγκυμοσύνης νεαρής γυναίκας μέχρι και τον τοκετό της.
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση η εξέλιξη της εγκυμοσύνης της γυναίκας ήταν ομαλή, χωρίς κανένα πρόβλημα, τόσο από τις διαπιστώσεις τις οποίες έκανε ο ίδιος ο γυναικολόγος, όσο και από τις κατ’ επανάληψη εξετάσεις σε άλλα διαγνωστικά κέντρα.
Ωστόσο, «κατά τη διενέργεια του φυσιολογικού τοκετού, για την εξαγωγή του εμβρύου από τη μήτρα» ο κατηγορούμενος γυναικολόγος «προέβη σε αναρροφητική ελαστική εμβρυουλκία (βεντούζα), με αποτέλεσμα, από αδεξιότητά του, να προκαλέσει στο νεογνό βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, συνεπεία των οποίων το εν λόγω νεογνό κατέληξε».
Κατά την απόφαση στο θάνατο του νεογνού «συνέβαλε αιτιακά ο κατηγορούμενος με την κακή χρήση της αναρροφητικής ελαστικής εμβρυουλκίας (βεντούζας) κατά τη διάρκεια του τοκετού».
Μάλιστα σύμφωνα με την απόφαση: «Από την πράξη του οποίου (σ.σ. του γιατρού) και μόνο προήλθε το αποτέλεσμα αυτό, καθώς από έλλειψη της δέουσας επιμέλειας και σύνεσης, που κάθε μέτριος, συνετός, επιμελής και ευσυνείδητος ιατρός της αυτής ειδικότητας όφειλε κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, αλλά και που μπορούσε λόγω των προσωπικών του δυνατοτήτων, γνώσεων και ικανοτήτων να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, ήτοι τις βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, οι οποίες αποτέλεσαν την αιτία θανάτου του εν λόγω νεογνού».