Το «πράσινο φως» για την αλλαγή επωνύμου παιδιού που αποκτήθηκε εκτός γάμου άναψε με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Με την απόφαση, αναγνωρίστηκε στο παιδί το δικαίωμα να αλλάξει το επίθετό του -είχε αυτό του φυσικού του πατέρα- και να λάβει το επώνυμο του άνδρα, με τον οποίο η μητέρα του παντρεύτηκε στη συνέχεια.
Παράλληλα, και με αφορμή την συγκεκριμένη υπόθεση το ΣτΕ, έθεσε τα όρια και τις προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες ένας πολίτης μπορεί να αλλάξει το επίθετό του. Όπως κρίθηκε με την απόφαση του ΣτΕ, η αλλαγή του επωνύμου, προϋποθέτει την συνδρομή συγκεκριμένων και σοβαρών λόγων, των οποίων η εκτίμηση ανήκει στην αρμόδια διοικητική αρχή.
Εν προκειμένω, αρμόδια αρχή, ήταν ο δήμαρχος Δυτικής Μακεδονίας, ο οποίος θα πρέπει, σύμφωνα με το ΣτΕ να εκτιμά σε κάθε περίπτωση «τους λόγους που επικαλείται ο αιτών για την μεταβολή του επωνύμου του και να αποφαίνεται ενόψει της σοβαρότητας των λόγων αυτών, εάν ενδείκνυται ή όχι να εγκριθεί η ζητούμενη μεταβολή, αιτιολογώντας ειδικά, από την άποψη αυτή, την απόφασή του».
Πάντως, σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, για να αλλάξει ένας πολίτης το επώνυμό του, πρέπει να έχει νόμιμους, σοβαρούς και τεκμηριωμένους λόγους που να καθιστούν αναγκαία την αλλαγή αυτή.
Η υπόθεση που απασχόλησε το ΣτΕ
Η υπόθεση που απασχόλησε το ΣτΕ αφορά σε αίτημα μητέρας ανηλίκου (16 ετών σήμερα), το οποίο γεννήθηκε εκτός γάμου. Ο φυσικός πατέρας αναγνώρισε το παιδί και εκείνο έλαβε στη συνέχεια το επίθετό του. Οι γονείς του παιδιού δεν συνέχισαν την σχέση τους και τέσσερα χρόνια μετά την γέννηση του ανηλίκου η μητέρα του παντρεύτηκε άλλον άνδρα. Η ίδια, το παιδί της και ο σύζυγός της ζουν όλοι μαζί. Βλέποντας τα αισθήματα στοργής του συζύγου της προς το παιδί της, αλλά και την ανυπαρξία επικοινωνίας του με το φυσικό του πατέρα, η μητέρα ζήτησε την αλλαγή του επιθέτου του. Ζήτησε, δηλαδή, το παιδί της να λάβει δηλαδή το επώνυμο του συζύγου της, ο οποίος σημειωτέον είχε αναλάβει και τα έξοδα διατροφής του. Ωστόσο, ο Δήμαρχος δεν έκανε δεκτό το αίτημα της γυναίκας, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι ζήτημα δικής του αρμοδιότητας, ειδικά όταν υπάρχει αμετάκλητος προσδιορισμός του επωνύμου του παιδιού με δήλωση των φυσικών του γονιών.
Με στόχο να ακυρώσει την άρνηση αυτή του δημάρχου να ικανοποιήσει το αίτημά της η μητέρα του παιδιού προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και η υπόθεσή της έφτασε μέχρι το ΣτΕ, το οποίο έκρινε με την απόφασή του ότι «το επώνυμο αποτελεί μεν στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, πλην η πρόσκτηση ή η αλλαγή του δεν απόκειται στην ιδιωτική βούληση, αλλά ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, ως θέμα συναπτόμενο με την ασφάλεια των συναλλαγών και των εννόμων εν γένει σχέσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του ατόμου, χωρεί δε κατ’ αρχήν διά της διοικητικής οδού (σ.σ.: Δημάρχου, κ.ά.».
Ακόμη, από το ΣτΕ κρίθηκε ότι ο δήμαρχος Δυτικής Μακεδονίας δεν άσκησε την κατά το νομοθετικό διάταγμα 2573/1953 αρμοδιότητά του, δηλαδή, δεν εξέτασε αν με βάση τους λόγους που εξέθεσε η μητέρα του ανηλίκου, «ήταν ή όχι ενδεδειγμένη η μεταβολή του επωνύμου του υιού της, ώστε να δεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα με ειδική αιτιολογία». Με το σκεπτικό αυτό το ΣτΕ ακύρωσε την απόφαση του δημάρχου και ανέπεμψε ξανά την υπόθεση ενώπιον του, με στόχο ο δήμαρχος Δυτικής Μακεδονίας να αποφανθεί νόμιμα και αιτιολογημένα επί του αιτήματος της μητέρας.