Λίγους μήνες πριν τη συμμαχική απόβαση στις ακτές της Νορμανδίας που σήμανε και την αρχή του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κατ’ επέκταση του Γ΄ Ράιχ, οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα, αποφάσισαν να δώσουν ένα σκληρό μάθημα στους αντάρτες που συνεχώς τους δημιουργούσαν πολλά και σημαντικά προβλήματα. Ως τόπος δράσης επιλέχθηκε, όχι τυχαία, η Κοκκινιά που ήταν προπύργιο του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Τα όσα ακολούθησαν, πιθανότατα, έκαναν τους Ναζί να μετανιώσουν για την επιλογή τους αυτή.
Η θρυλική μάχη της Κοκκινιάς
Με τη χώρα να βγαίνει σταδιακά από τον φρικτό χειμώνα του 1943-1944 η κατάσταση στα πεδία των μαχών ήταν λίγο περίεργη. Αφενός οι ναζιστικές δυνάμεις παρέμεναν ισχυρές (για λίγο ακόμα) αφετέρου οι αντιστασιακές οργανώσεις είχαν αρχίσει να πετυχαίνουν σημαντικές νίκες κάτι που προκαλούσε εκνευρισμό στον κατοχικό στρατό αλλά και τους ντόπιους συνεργάτες του.
Κάπως έτσι οι Ναζί επιχείρησαν να δώσουν ένα σκληρό «μάθημα» στους αντάρτες και ταυτόχρονα να στείλουν ένα μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση.
Για να το πετύχουν αυτό, ωστόσο, θα έπρεπε να βρουν μια περιοχή στην οποία οι αντάρτικες ομάδες να είναι ισχυρές. Και τη βρήκαν. Ήταν η Κοκκινιά. Εκεί δρούσε το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, υπήρχαν πολλά μέλη του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ αλλά το κυριότερο είναι πως η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της, έκανε δύσκολη τη ζωή των Γερμανών. Η Κοκκινιά πληρούσε όλα τους τα κριτήρια. Και τελικά αυτό είναι που θα τους γυρίσει μπούμερανγκ.
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 4 Μαρτίου 1944, ημέρα Σάββατο, επίλεκτες δυνάμεις των ναζί έχοντας στο πλευρό τους χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες, εισέβαλαν από δυο διαφορετικές πλευρές στην πόλη. Αντάρτες και κάτοικοι, ωστόσο, είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα και απέκρουσαν την επίθεση αναγκάζοντας τους επιτιθέμενους, αργά το βράδυ, πλέον να οπισθοχωρήσουν. Ήταν τέτοια η οργή που είχαν επειδή απέτυχαν που κατά την οπισθοχώρησή τους προς τον Κορυδαλλό, στην οδό Πέτρου Ράλλη, εκτέλεσαν έναν λούστρο και έναν παλιατζή που απλά βρέθηκαν στο δρόμο τους!
Την επόμενη ημέρα οι μάχες είναι ακόμα πιο σκληρές από την πρώτη ημέρα. Οι ναζί θέλησαν να τελειώσουν γρήγορα με την Κοκκινιά και έριξαν όλα τα τους τα όπλα στη μάχη. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι και πάλι το ίδιο. Οι επιτιθέμενοι αναγκάστηκαν και πάλι να οπισθοχωρήσουν αλλά αυτή τη φορά μετρώντας μεγάλες απώλειες. Είναι τέτοιους ο εκνευρισμός που υπάρχει στο ναζιστικό στρατόπεδο που ο δοτός δήμαρχος της πόλης Γρηγόρης Χατζής, παραιτήθηκε το ίδιο βράδυ!
Την τρίτη ημέρα των μαχών διοργανώνεται πανεργατική απεργία στον Πειραιά. Το λιμάνι, τα συνεργεία, τα ραφτάδικα, τα υφαντουργεία, τα σαπουνάδικα, τα λαδάδικα, όλα «νέκρωσαν»! Η συμμετοχή κι η αλληλεγγύη των εργατών και του λαού προς τους Κοκκινιώτες αγωνιστές ήταν καθολική.
Οι ναζί κατάφεραν να καταλάβουν κομβικά σημεία της πόλης και να πλησιάσουν πιο κοντά από ποτέ στο κέντρο της Κοκκινιάς. Οι απώλειες τους, ωστόσο, ήταν τεράστιες και έτσι στο τέλος αναγκάστηκαν και πάλι να οπισθοχωρήσουν. Οι αντάρτες και οι κάτοικοι της πόλης πανηγύριζαν αλλά ήξεραν πως η τέταρτη ημέρα της μάχης θα είναι και η πιο κρίσιμη. Και πράγματι ήταν. Οι οδομαχίες ξεκίνησαν από τις 5 το πρωί.
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν οχυρωθεί στην πλατεία Δαβάκη. Η ένταση των μαχών είναι απερίγραπτη. Περίπου στις 11 το πρωί ο ΕΛΑΣ άρχισε να υποχωρεί λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Οι επιτιθέμενοι ανέκτησαν την αυτοπεποίθησή τους. Πίσω από τον κινηματογράφο Ορφέα, σκοτώθηκε ο ταγματάρχης των Ταγμάτων Ασφαλείας Λαζάρου, άλλοι οκτώ από το Τάγμα του καθώς και τρεις χωροφύλακες. Λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι ο ΕΛΑΣ, με δεδομένο πως πλέον τα πυρομαχικά του λιγοστεύουν επικίνδυνα, ξεκίνησε γενική αντεπίθεση με την εντολή να είναι πως «μαχόμαστε ακόμα και με τα χέρια»! Στο τέλος της ημέρας βρίσκει και πάλι τους Γερμανούς να αποχωρούν προς Κορυδαλλό και Νίκαια.
Την τελευταία ημέρα η εικόνα δε θα αλλάξει. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ θα αποκρούσουν τις επιθέσεις και οι Γερμανοί θα αντιληφθούν μια και καλή πως δεν μπορούν να πάρουν την πόλη. Άρχισαν σταδιακά να αποχωρούν, ωστόσο, δεν το έκαναν αναίμακτα. Το μεσημέρι εκτέλεσαν τέσσερα άτομα στην πλατεία Αγίων Αναργύρων (πρόκειται για τους υπαστυνόμο Νίκο Σαββαϊδη, το δάσκαλο Γιώργο Βενέτα, τον Δημήτρη Τσακανίκα και τον Τσακάρα, οι οποίοι είχαν συλληφθεί τη δεύτερη μέρα των μαχών). Φεύγοντας από την Κοκκινιά πήραν μαζί τους και 300 αιχμαλώτους τους οποίους μετέφεραν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
Μετά το τέλος της μάχης, το 6ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ συνέταξε έκθεση όπου ανέφερε πως θρηνεί την απώλεια οκτώ ανταρτών την ίδια ώρα που ο εχθρός μετρούσε 34 νεκρούς και πάνω από 100 τραυματίες. Αλλά το εντυπωσιακό στοιχείο δεν ήταν αυτό. Στην έκθεση γίνεται και καταγραφή του οπλισμού που είχαν στη διάθεσή τους οι αντάρτες: 42 περίστροφα, ένα οπλοπολυβόλο με 1300 σφαίρες, ένα πολυβόλο Τόμσον με 50 φυσίγγια και 50 χειροβομβίδες.
Οι Γερμανοί απάντησαν στην ήττα που υπέστησαν με βασανιστήρια και εκτελέσεις. Από τους 300 Κοκκινιώτες, οι 37 στήθηκαν στο απόσπασμα στα νταμάρια του Χαϊδαρίου, ενώ όλοι οι υπόλοιποι βασανίστηκαν ανελέητα στα υπόγεια της Γκεστάπο. Οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν ξαναπάτησαν οργανωμένα στην Κοκκινιά μέχρι τις 17 Αυγούστου 1944, ημέρα που η Κοκκινιά ζει την πιο φριχτή μέρα της ιστορίας της με το περιβόητο «Μπλόκο της Κοκκινιάς».
Ο Μάνος Λοΐζος και το «Ακορντεόν»
Τα όσα δραματικά και αιματηρά έγιναν στην Κοκκινιά στάθηκαν η αφορμή για να γραφτεί ένα από τα ωραιότερα ελληνικά αντιφασιστικά τραγούδια το οποίο, μάλιστα, έχει και μια μικρή άγνωστη ιστορία να το συνοδεύει.
Το «Ακορντεόν» είναι σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη και σε μουσική του αξέχαστου Μάνου Λοΐζου. Ο Νεγρεπόντης, που θεωρείται από τους πρωτοπόρους της «πολιτιστικής επανάστασης» της δεκαετίας του ’60, έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό με αυτό το τραγούδι αν και για πολλά χρόνια λανθασμένα επικρατούσε η άποψη πως τόσο τους στίχους όσο και τη μουσική τα είχε γράψει ο Μάνος Λοΐζος.
Το τραγούδι κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1974 λίγο μετά την πτώση της χούντας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είχε «γεννηθεί» πολλά χρόνια νωρίτερα. Είναι ενδεικτικό πως για πρώτη φορά ακούγεται στην ταινία μικρού μήκους «Αθήνα πόλη χαμόγελο» του σκηνοθέτη Λάμπρου Λιαρόπουλου η οποία λογοκρίθηκε από το δικτατορικό καθεστώς.
Ο κόσμος έχει συνηθίσει να ακούει το τραγούδι αυτό είτε από τη φωνή του ίδιου του Μάνου Λοΐζου, είτε από αυτή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ο πρώτος, ωστόσο, που το τραγούδησε ήταν ο σπουδαίος Γιάννης Πουλόπουλος!
Το «Ακορντεόν» βρήκε στη θέση του στη δισκογραφία, στη μεταπολίτευση, όταν συμπεριλήφθηκε στο δίσκο «Τραγούδια του δρόμου» που περιελάμβανε 12 τραγούδια σε μουσική Μάνου Λοΐζου και στίχους των:
- Λευτέρη Παπαδόπουλου («Ο αρχηγός», «Μη με ρωτάς», «Συρματοπλέγματα», «Θα κλείσω το παράθυρο»),
- Κωστούλα Μητροπούλου («Ο δρόμος», «Ο στρατιώτης»),
- Δημήτρη Χριστοδούλου («Δώδεκα παιδιά»),
- Γιάννη Νεγρεπόντη («Τ’ ακορντεόν», «Τρίτος Παγκόσμιος»),
- Μάνου Λοΐζου («Ο μέρμηγκας», «Τσε»)
και ένα παραδοσιακό της Ισπανίας «εναρμονισμένο από τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» σε ελεύθερη απόδοση Νίκου Γκάτσου («Τραγούδι του δρόμου»). Ερμηνευτές ήταν ο Λοΐζος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Αλέκα Αλιμπέρτη και χορωδία.
Αν και το τραγούδι έχει γραφτεί με αφορμή τη Μάχη της Κοκκινιάς, έχει συνδεθεί και με την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 και με τις συνδικαλιστικές και κινηματικές διεκδικήσεις της μεταπολίτευσης ενώ επανήλθε με τρόπο δραματικό στην επικαιρότητα με τη δολοφονία του αντιφασίστα μουσικού Παύλου Φύσσα από τάγμα εφόδου του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής.
Ο στίχος «τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει όποτε ακούω από τότε ακορντεόν κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει δε θα περάσει ο φασισμός» έγινε σύνθημα στα χείλη όσων συμμετείχαν στο εγχώριο αντιφασιστικό κίνημα τα τελευταία χρόνια.
«Το τεράστιο τέρας που άλλοτε λέγεται φασισμός, άλλοτε μιλιταρισμός και άλλοτε δημοκρατία δυτικού τύπου – που δεν είναι τίποτε άλλο παρά προσωπεία του ιμπεριαλισμού – στέκεται από πάνω μας απειλητικό. Και η αντίδρασή μας είναι να τα ξεσκεπάσουμε και να φωνάξουμε μ’ όλη μας τη δύναμη ενάντιά τους. Είμαστε πια συνειδητοί, ”γνωρίζουμε”» έλεγε ο Μάνος Λοΐζος.
Πηγή: Reader.gr