Οι Ρουμάνοι πυροσβέστες που ήρθαν στην Ελλάδα, μιλούν για τις φωτιές.
Ο πύραρχος, Αλεξάντρου Τσίλικ και ο επιπυραγός Καταλίν Σαμσοντάν φορώντας τις σκούρες μπλε στολές τους που πάνω τους έχει τοποθετηθεί το σήμα των ρουμάνικων δυνάμεων γενικής επιθεώρησης για έκτακτες καταστάσεις (IGSU) εδώ και περίπου δύο εβδομάδες έχουν αφήσει τις βάσεις τους στην Οραντέα και στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας. Μαζί με άλλους 26 συναδέλφους τους και συμπατριώτες τους ταξίδεψαν οδικώς από την χώρα τους στην Ελλάδα για να συμμετάσχουν στο πιλοτικό πρόγραμμα προεγκατάστασης ευρωπαίων πυροσβεστών, που έχει ξεκινήσει από την 1η Ιουλίου και υλοποιείται μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας και της ευρωπαϊκής επιτροπής με σκοπό να συνδράμουν την Ελλάδα στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών αλλά και να ανταλλάξουν γνώσεις και εμπειρίες με τους Έλληνες πυροσβέστες. Σημειώνεται ότι η πρώτη βάρδια της αποστολής των Ρουμάνων πυροσβεστών θα αναχωρήσει μόλις φτάσει στην Αθήνα η δεύτερη βάρδια που θα τους αντικαταστήσει μέχρι τις 31 Ιουλίου, και η οποία θα αποτελείται κι εκείνη από 28 Ρουμάνους πυροσβέστες.
Αμιγώς μηχανοκίνητα τμήματα, η ειδική αποστολή των Ρουμάνων δασοπυροσβεστών οι οποίοι κατέφτασαν μαζί με 5 δικά τους επιχειρησιακά οχήματα αλλά και με 5 βοηθητικά και αυτές τις 15 μέρες που βρίσκονται εδώ ρίχτηκαν στη μάχη για τις πυρκαγιές στο Σχηματάρι αλλά και την δύσκολη δασική πυρκαγιά στο Πόρτο Γερμενό. Τα περισσότερα από τα μέλη της ειδικής μονάδας προέρχονται από πόλεις που βρίσκονται στο βόρειο και στο βορειοδυτικό τμήμα της Ρουμανίας, μία επιλογή, που σύμφωνα με αξιωματικούς της Πυροσβεστικής δεν είναι τυχαία, καθώς είναι εκείνες οι περιοχές που πλήττονται περισσότερο από δασικές πυρκαγιές. Ωστόσο, αρκετοί από τους pompierii (πυροσβέστες στα ρουμάνικα) δεν έρχονται για πρώτη φορά στη χώρα μας.
Όπως αναφέρουν στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο πύραρχος και επικεφαλής της ρουμάνικης αποστολής Αλεξάντρου Τσίλικ και ο επιπυραγός και σύνδεσμος των ρουμάνων πυροσβεστών, Καταλίν Σαμσοντάν, αυτή είναι η δεύτερη και τρίτη αποστολή τους στην Ελλάδα, καθώς πέρσι βρέθηκαν στις πυρκαγιές του Αυγούστου στην χώρα μας και συγκεκριμένα σε αυτές στα Βίλια Αττικής.
«Για μένα είναι η δεύτερη αποστολή, την προηγούμενη χρονιά ήμουν ο επικεφαλής της δεύτερης μονάδας που είχε έρθει στις 20-29 Αυγούστου στην Ελλάδα. Ήμουν στην φωτιά στα Βίλια και συνεργαστήκαμε με τους Έλληνες πυροσβέστες», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Τσίλικ και περιγράφει την μέρα εκείνη που βρέθηκαν μπροστά από την πυρκαγιά στα Βίλια. « Ήταν η δεύτερη μέρα της αποστολής μας όταν βρεθήκαμε στην περιοχή και είδαμε πολύ καπνό σε μια πλαγιά δίπλα στα Βίλια. Επικοινωνήσαμε με τον Έλληνα σύνδεσμο των αξιωματικών των ξένων αποστολών, τον επιπυραγό Βασίλη Μπίκα, και μας επιβεβαίωσε ότι υπήρχε φωτιά εκεί και θα πρέπει να κινηθούμε προς την περιοχή. Η εικόνα όταν φτάσαμε ήταν αρκετά βαριά για να την χωνέψει κάποιος καθώς μια ολόκληρη πλαγιά καιγόταν και οι φλόγες ξεπηδούσαν από το ένα σπίτι στο άλλο. Οι άνθρωποι έρχονταν σε εμάς και έκλαιγαν και μας παρακαλούσαν να σώσουμε τα σπίτια τους. Αυτό ήταν ανατριχιαστικό. Δεν θα το ξεχάσουμε», σημειώνει, ενώ από την πλευρά του ο κ. Σαμσοντάν προσθέτει ότι ήταν κάτι ασυνήθιστο για εκείνους καθώς στη Ρουμανία δεν έχουν τέτοιες δασικές πυρκαγιές.
Έχοντας πλέον στο ενεργητικό του τρεις αποστολές στη χώρα μας ο κ. Σαμσοντάν εξηγεί ότι η φετινή εμπειρία είναι πολύ διαφορετική. «Για μένα αυτή η εμπειρία είναι κάτι καινούριο , καθώς έχουμε την δυνατότητα να μάθουμε πολλά ο ένας από τον άλλον. Έχουμε μία πολύ καλή συνεργασία. Για εμάς το να δουλεύουμε σε διαφορετικό περιβάλλον στο εξωτερικό είναι πρόκληση καθώς το να μοιραζόμαστε εμπειρίες αποτελεί μέρος συζήτησης. Οι Έλληνες πυροσβέστες είναι πολύ καλοί επαγγελματίες και ξέρουν να διαχειρίζονται τέτοιες δασικές πυρκαγιές καθώς είναι διαφορετικό το κλίμα, το ανάγλυφο, η υγρασία, η ξηρασία και οι άνεμοι. Στη χώρα μας δεν αντιμετωπίζουμε τέτοιες συνθήκες, ήταν κι ένας λόγος που ήρθαμε εδώ για να δούμε νέες προκλήσεις, και να δούμε τι μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτό », επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Εδώ και δύο εβδομάδες ξεκινούν την δουλειά τους στις 8 το πρωί από τις εγκαταστάσεις της Πυροσβεστικής Ακαδημίας στην Κηφισιά, στα ειδικά γραφεία που τους έχουν παραχωρηθεί για το διάστημα που θα βρίσκονται στην Αθήνα. Στα δύο διπλανά γραφεία είναι αναρτημένο το πρόγραμμά τους, οι βάρδιές τους, τα στοιχεία επικοινωνίας των συνδέσμων αξιωματικών καθώς και αναλυτικές πληροφορίες για το πρόγραμμα pre-positioning, ενώ στα ράφια έχει τοποθετηθεί μέρος του εξοπλισμού τους καθώς και τρόφιμα. Στις 4 και στις 5 Ιουλίου, λίγες μέρες δηλαδή αφότου είχαν εγκατασταθεί κλήθηκαν να συνεπιχειρήσουν με τους Έλληνες συναδέλφους τους στη φωτιά στο Σχηματάρι και στο Πόρτο Γερμενό.
«Στην φωτιά στο Σχηματάρι, μαζί με τον Έλληνα σύνδεσμο αξιωματικό, συναντήσαμε τους συναδέλφους μας που λάμβαναν τα απαραίτητα μέτρα για την πρώτη προσβολή της φωτιάς. Έπειτα ξεκινήσαμε να επιχειρούμε μαζί. Η φωτιά ήταν σε χαμηλή βλάστηση αλλά εξαπλώθηκε σε δασική έκταση κι εκεί καταφέραμε να έχουμε πιο γρήγορη ανταπόκριση, να οριοθετήσουμε την φωτιά, με τη συμβολή και των εναέριων μέσων, προτού εξαπλωθεί σε φωτοβολταϊκό πάρκο. Εκεί μάλιστα, καταφέραμε να σώσουμε μία φάρμα με ζώα, καθώς η φωτιά πλησίαζε την φάρμα. Ήμασταν εκεί και με γρήγορη συνεργασία καταφέραμε να οριοθετήσουμε την πυρκαγιά και αρχίσαμε να εκκενώνουμε την φάρμα και να μεταφέρουμε τα ζώα σε μία πιο ασφαλή περιοχή», εξηγεί ο κ. Σαμσοντάν, δείχνοντας εκείνη την ώρα τον συνάδελφό του Κλαούντιο Καντάρ, που συμμετείχε στη διάσωση των ζώων.
Την επόμενη μέρα όμως η φωτιά στο Πόρτο Γερμενό ήταν τελείως διαφορετική για εκείνους.
«Η εικόνα στη φωτιά στο Πόρτο Γερμενό ήταν διαφορετική τελείως, καθώς το ανάγλυφο ήταν διαφορετικό. Είχαμε απότομες πλαγιές και μια φωτιά που είχε εκδηλωθεί σε πευκοδάσος οπότε η φωτιά μεταπήδησε από την χαμηλή βλάστηση στην κορυφή. Ήταν δύσκολη αυτή η φωτιά», επισημαίνει ο κ. Σαμσοντάν.
Δίπλα τους εκείνη την μέρα ήταν ο επιπυραγός Ευάγγελος Καρίμαλης που αποτελεί τον σύνδεσμό αυτές τις 2 εβδομάδες με τη ρουμανική αποστολή. Όπως περιγράφει, όταν ξέσπασε η πυρκαγιά στο Πόρτο Γερμενό επικοινώνησε με τον συντονιστή της Αττικής και κατέβηκαν μια πλαγιά γύρω στα 400 μέτρα έχοντας χαμηλή ορατότητα λόγω του καπνού που υπήρχε. «Άρχισαν να προστατεύουν το δυτικό τμήμα της φωτιάς, δηλαδή να μην πάει κι άλλο δυτικά η φωτιά, ασφάλισαν τον τομέα κι εκεί πρώτη φορά συνεργάστηκαν με ελληνική δύναμη που ήρθε να συνεχίσει τον τομέα που είχαν επιχειρήσει. Έτσι διασφάλισαν τον τομέα των 400 μέτρων και η ελληνική δύναμη του ΜΕΤΠΕ έκανε την επέμβαση στο υπόλοιπο του τομέα που είχαν προασφαλίσει. Για περίπου 4μιση ώρες ήταν στο πεδίο», σημειώνει.
«Πέρσι έπρεπε να παρέμβουμε σε μία κατοικημένη περιοχή. Αυτό το χρόνο είχαμε να διαχειριστούμε φωτιά που εξαπλωνόταν σε δάσος και όχι σε κατοικημένη περιοχή», τονίζει ο κ. Τσίλικ ενώ ο κ. Σαμσοντάν υπογραμμίζει: « Δεν είχα αντιμετωπίσει ποτέ τέτοιου είδους δασικές πυρκαγιές στη χώρα μου για διάφορους λόγους, το κλίμα είναι διαφορετικό, το ανάγλυφο, η βλάστηση αλλά και οι άνεμοι. Αυτές είναι βασικές διαφορές που οδηγούν σε διαφορετική πυροσβεστική συμπεριφορά. Η δουλειά του πυροσβέστη είναι να σώσει όσες περισσότερες ζωές μπορεί, να σώσει ζώα, τη φύση. Πρέπει να βάζεις τα δυνατά σου αλλά δεν μπορείς να τα βάλεις με τη φύση. Η φύση είναι πολύ ισχυρή. Η διάσωση της ζωής είναι το πιο σημαντικό, όλα τα υπόλοιπα είναι μετά απ’ αυτό».
Η συνεργασία με τους Έλληνες πυροσβέστες
Ο κ. Τσίλικ και ο κ. Σαμσοντάν όταν ξεκίνησαν την επικοινωνία με τους Έλληνες συναδέλφους τους για να συνεννοηθούν για τις λεπτομέρειες του προγράμματος προ-εγκατάστασης αντίκρισαν γνώριμα πρόσωπα στελεχών της Πυροσβεστικής που βρέθηκαν δίπλα τους και στις περσινές πυρκαγιές σε Αττική και Εύβοια.
«Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που τους ξαναείδαμε ότι ήταν υγιείς ότι ήταν καλά. Είμαστε κάτι παραπάνω από συνάδελφοι. Η σχέση βασίστηκε στην εμπιστοσύνη στην μεγάλη προσπάθεια και τώρα μπορούμε να πούμε ότι είμαστε κάτι σαν φίλοι κι αυτό είναι το πιο σημαντικό από όλες τις εμπειρίες», τονίζει ο κ. Τσίλικ.
Μαζί με τον επιπυραγό, Βασίλη Μπίκα που αποτελεί τον ένα από τους δύο συντονιστές των Ελλήνων Συνδέσμων Αξιωματικών των Ξένων Αποστολών, συμμετείχαν στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών στα Βίλια καθώς ο κ. Μπίκας αποτελούσε τον σύνδεσμό τους.
«Όταν είσαι με τον άλλον πλάτη – πλάτη στη φωτιά αποκτάς φιλικές σχέσεις και ουσιαστικά η επιτυχία μίας αποστολής για μένα μετριέται και στις πόσες φιλίες θα κάνεις στη συνέχεια. Αυτή η σχέση έχει χτιστεί. Η πυροσβεστική οικογένειά μας μεγάλωσε και έχει μέλη πια από το εξωτερικό», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μπίκας, όπου μαζί με τον επιπυραγό, Ευάγγελο Καρίμαλη και τον πυραγό Κώστα Ζηνέλη, συντονιστής επίσης των Ελλήνων Συνδέσμων Αξιωματικών των Ξένων Αποστολών, αποτελούν τους τρεις συνδέσμους αξιωματικούς στην Αθήνα. Σύμφωνα μάλιστα με τον κ. Μπίκα, οι Ρουμάνοι έχουν φτιάξει εκπαιδευτικό κέντρο για την αντιμετώπιση δασικών πυρκαγιών βασισμένο στη φιλοσοφία της Ελλάδας στη χώρα τους.
Οι Έλληνες σύνδεσμοι αξιωματικοί αποτελούν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους Έλληνες και στους Ρουμάνους πυροσβέστες. «Δεν εμπλεκόμαστε στη διοικητική τους δομή, δεν δίνουμε διαταγές. Λέμε στον επικεφαλής τους, θέλουμε αυτό, αυτοί μετά θα πουν τον τρόπο. Σε καμία περίπτωση κανένα μέλος της ελληνικής αποστολής δεν επεμβαίνει στην αλυσίδα της διοικητικής τους επαγωγής», τονίζει ο κ. Ζηνέλης ενώ ο κ. Μπίκας προσθέτει ότι εκείνοι απλώς μεταφέρουν τις εντολές των δικών τους ανωτέρων στους επικεφαλής τους.
«Έχουμε δώσει έμφαση στην συνεργασία μας με τους Έλληνες πυροσβέστες. Για εμάς είναι μία συνεχής διαδικασία που ξεκίνησε πέρσι. Είναι επαγγελματίες πυροσβέστες ξέρουν πώς να κάνουν τη δουλειά τους και είναι μία συνεχής ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ μας, πολύ παραγωγική για όλους μας γιατί έχουμε καταφέρει να μάθουμε διαφορετικές πρακτικές και να βελτιωθούμε», σημειώνει ο κ. Τσίλικ ενώ ο κ. Σάμσονταν προσθέτει ότι « όλοι θα μάθουμε απ’ αυτό και θα γίνουμε όλο και καλύτεροι μέσω της συνεργασίας μας».
Αναφερόμενος στο πρόγραμμα προεγκατάστασης ο κ. Μπίκας εξηγεί ότι ένα από τα οφέλη του είναι ότι μηδενίζεται ο χρόνος και η απόσταση στην περίπτωση που η χώρα χρειαστεί βοήθεια μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας αλλά και ότι ουσιαστικά υπάρχει καλύτερη προετοιμασία εάν προκύψει κάποιο συμβάν. «Προλαβαίνουμε και γινόμαστε ομάδα πριν πάμε στο γήπεδο, δηλαδή αυτή τη στιγμή κάνουμε την προπόνηση και είμαστε έτοιμοι να δράσουμε. Όταν μια ομάδα προπονείται μαζί, μπορεί να αποδώσει πολύ καλύτερα την ώρα του αγώνα. Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα οφέλη του prepositioning και πιστεύω ότι αυτό θα εκτιμηθεί», εξηγεί.
Όσον αφορά τη φιλοσοφία των Ρουμάνων πυροσβεστών στον τρόπο αντιμετώπισης των συμβάντων, σύμφωνα με τον κ. Μπίκα, έχουν διαφορετική αντιμετώπιση και φιλοσοφία σε κάποια από τα οχήματά τους , λειτουργώντας δηλαδή με κάποια μικρά οχήματα αναγνώρισης του τομέα της πυρκαγιάς και δίνοντας έπειτα οδηγίες στους επικεφαλής τους.
«Κατάλαβα το μέγεθος της καταστροφής όταν μπήκα στο καράβι από την Αιδηψό και κοίταξα το καμένο δάσος»
Ο αντιπύραρχος Κλαούντιο Μπίμπαρτ κρατάει στο ένα χέρι τον ασύρματό του φορώντας στο λαιμό του την σφυρίχτρα του και περιμένει να κληθεί για το επόμενο συμβάν. Είναι για πάνω από 12 χρόνια στο πυροσβεστικό σώμα της Ρουμανίας και είναι διοικητής του πυροσβεστικού τμήματος στο Μπράντ. Το περσινό καλοκαίρι στην Ελλάδα θα του μείνει σίγουρα χαραγμένο στη μνήμη καθώς συμμετείχε στην μάχη για την αντιμετώπιση των καταστροφικών δασικών πυρκαγιών της Εύβοιας. Φέτος αριθμεί την τρίτη του αποστολή στην Ελλάδα και αποτελεί τον επικεφαλής επιχειρησιακό της ρουμανικής αποστολής και βρίσκεται μαζί τους διαρκώς στο πεδίο.
Μία σκηνή ωστόσο που του έχει μείνει αξέχαστη από πέρσι, καθώς έπαιρνε το καράβι της επιστροφής από την Αιδηψό. «Όταν ολοκληρώθηκε η αποστολή στην Εύβοια όταν μπήκαμε στο πλοίο της επιστροφής αντικρίσαμε από μακριά όλο το δάσος που κάηκε. Αυτή ήταν η εικόνα που μου έμεινε, η εικόνα της καταστροφής. Μέχρι τότε δεν είχαμε καταλάβει πόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ εκφράζοντας την επιθυμία του να επισκεφθεί ξανά την Εύβοια ως τουρίστας μαζί με την οικογένειά του.
Περιγράφοντας λίγο ακόμη τις στιγμές που έζησε πέρσι λέει: «Είχα εκπλαγεί με τα επίπεδα της φωτιάς και την ένταση της. Βλέποντας ότι η φωτιά αναπτυσσόταν αρκετά γρήγορα στη Βόρεια Εύβοια οι κάτοικοι άρχισαν να ανησυχούν να μην νιώθουν άνετα, να φοβούνται εξαιτίας της εξάπλωσης της φωτιάς. Όταν φτάσαμε δεν είχαμε ορατότητα του βόρειου κομματιού της Εύβοιας εξαιτίας του καπνού, που ήταν πάρα πολύς. Μαζί με τους Έλληνες πυροσβέστες προσπαθούσαμε να οριοθετήσουμε και να περιορίσουμε την φωτιά. Όταν οι κάτοικοι άρχισαν να νιώθουν κάπως πιο ασφαλείς μας ευχαρίστησαν και εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση ενός πυροσβέστη είναι να βοηθάει τον κόσμο και να σώζει ζωές, όσες περισσότερες μπορεί. Και πιστεύω μαζί με τους Έλληνες πυροσβέστες προσπαθούσαμε να το κάνουμε».