Η δολοφονική επίθεση κατά του αστυνομικού στου Ρέντη αποτελεί το τρίτο κρούσμα ακραίας οπαδικής βίας μέσα σε λιγότερο από 2 χρόνια, μετά τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού στου Χαριλάου τον Φεβρουάριο του 2022 και του Μιχάλη Κατσουρή στη Νέα Φιλαδέλφεια το περασμένο καλοκαίρι.
Η έξαρση του φαινομένου απαιτεί επιτέλους δραστικές λύσεις και όχι ημίμετρα, ούτε γενικόλογες διατυπώσεις χωρίς ουσία. Δεν μπορεί να είναι ανεκτό, με αφορμή ένα αθλητικό γεγονός, να απειλούνται ανθρώπινες ζωές. Δεν είναι δυνατόν να εκτελείται εν ψυχρώ ένας νεαρός μόνο και μόνο λόγω της οπαδικής του ιδιότητας, είναι αδιανόητο ορδές χούλιγκαν να διασχίζουν ανενόχλητοι την ελληνική επικράτεια σε ραντεβού θανάτου και είναι απαράδεκτο να ψυχορραγεί ένας αστυνομικός επειδή κάποιοι, υπό την «προστασία» της ανωνυμίας του όχλου, εκτονώνουν στο γήπεδο τα εγκληματικά τους ένστικτα.
Η αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου για τους δράστες με το ν. 4908/2022 ή η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων στις ομάδες των οποίων οι οπαδοί προκαλούν επεισόδια είναι μέτρα που επιχειρούν να λειτουργήσουν θεραπευτικά και όχι προληπτικά, γι αυτό και δεν εξαλείφουν το φαινόμενο, αφού δεν επιλύουν εν τη γενέσει του το πρόβλημα. Συχνά δε οι ομάδες επιχειρούν να χειραγωγήσουν το πειθαρχικό δίκαιο προς ίδιον όφελος, με συνέπεια η βία να εργαλειοποιείται.
Η αναμενόμενη κυβερνητική απόφαση περί διεξαγωγής των προσεχών αθλητικών διοργανώσεων κεκλεισμένων των θυρών είναι ένα μέτρο προσωρινού χαρακτήρα που έχουμε ξαναδεί στο παρελθόν χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα και που λειτουργεί τιμωρητικά για πολύ κόσμο που επιθυμεί να είναι κοντά στον αθλητισμό χωρίς να συμμετέχει σε ακρότητες.
Κατά τη γνώμη του γράφοντος, η πολιτεία θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στον πυρήνα του προβλήματος, που είναι αφενός οι οργανωμένοι οπαδοί κάθε συλλόγου που λειτουργούν, όχι στο σύνολό τους, αλλά εν πολλοίς, ως εστίες επώασης της οπαδικής βίας και αφετέρου στις διοικήσεις των συλλόγων που ανέχονται και «ενισχύουν» το φαινόμενο με πολλαπλές διευκολύνσεις προς τους συνδέσμους οπαδών, ως προς την παροχή εισιτηρίων, κλπ, πράγματα γνωστά «στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ».
Αν λοιπόν πραγματικά θέλουμε να τεθεί υπό έλεγχο η τυφλή οπαδική βία, θα πρέπει να κινηθούμε σε 2 άξονες: 1) ουσιαστικός και ενδελεχής έλεγχος των όρων λειτουργίας των συνδέσμων φιλάθλων κάθε ομάδας κατ’εφαρμογή του ν. 4908/2022, που παραμένει, 20 μήνες μετά την ψήφισή του, κενό γράμμα ως προς το σκέλος αυτό, 2) πλήρης ανάθεση της ευθύνης ασφάλειας διεξαγωγής των αθλητικών αναμετρήσεων στην εκάστοτε γηπεδούχο ομάδα, με ιδιωτική ασφάλεια (security) της επιλογής της. Καμία παρουσία αστυνομικής δύναμης εντός των αθλητικών εγκαταστάσεων. Η κάθε ομάδα ας αναλάβει πλέον τις ευθύνες της, αστικά και ποινικά, για ο,τιδήποτε συμβαίνει στο γήπεδό της.
Η βία είναι κοινωνικό και όχι αθλητικό φαινόμενο. Αν την κρατήσουμε μακριά από τα γήπεδα, όπως σε όλα τα πολιτισμένα κράτη της Ευρώπης, μπορούμε να ελπίζουμε σε μια πιο υγιή κοινωνία.