Σε μια εποχή που οι κοινωνικοί και πολιτειακοί θεσμοί δοκιμάζονται, η νομική επιστήμη έχει απολέσει μέρος της ισχύος, της αξιοπιστίας και της ρυθμιστικότητάς της στη δημοκρατική ζωή των πολιτών.
Το κύρος της μοιάζει ολοένα και περισσότερο να υποχωρεί τόσο στην καθημερινή συμβίωση, αλλά και στην συνείδηση των πολιτών.
Η αποδυνάμωση όμως αυτή, δεν αποτελεί ένα παροδικό, ήσσονος σημασίας φαινόμενο, αλλά ένα ακόμα στίγμα της ηθικής και κοινωνικοπολιτικής κρίσης που βίωσε η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες.
Η σταδιακή διάβρωση της νομικής επιστήμης, σχετίζεται αρχικά με την μετατροπή της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης σε «λαβύρινθο δίχως έξοδο» για τον πολίτη.
Επεξηγηματικότερα, αιτία για την έλλειψη σεβασμού προς τους θεσμούς της δικαιοσύνης αποτελούν οι καθυστερήσεις στον προσδιορισμό δικασίμου, οι έωλες διαδικασίες ενώπιον του ακροατηρίου και ασφαλώς η μακροχρόνια διαδικασία έκδοσης απόφασης και επαναφοράς της «κοινωνικής ειρήνης» εν γένει.
Εν άλλοις λόγοις, η πρόσβαση στις δικαστικές αρχές, εδράζεται σε ένα τυπολατρικό σύστημα δικονομικών κανόνων ( περί προθεσμιών, επιδόσεων σε διαδίκους, κατάθεση προτάσεων κλπ), που περιπλέκει και καθυστερεί ακόμα πιο πολύ την απονομή δικαιοσύνης.
Ως αποτέλεσμα ο διάδικος/πολίτης πέρα από το κόστος των δικαστικών εξόδων, αισθάνεται πως αδυνατεί να διαχειριστεί και το ψυχολογικό φορτίο μιας μακροχρόνιας συντηρούμενης δικαστικής διαμάχης, διαπιστώνοντας στη πράξη πως το τελικό όφελος, όχι αποκλειστικά το χρηματικό αλλά και το ηθικό, είναι ήσσονος σημασίας μπροστά σε όσα κλήθηκε να εισφέρει στη δίκη.
Παράλληλα, το δίκαιο αποτελεί διαχρονικά ένα ισχυρό εργαλείο εξουσίας για την εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
Όπως σημειώνει ο συνταγματολόγος Ν. Αλιβιζάτος στο βιβλίο του «Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στις δύσκολες δεκαετίες 2011»:
«Ο νόμος χρησιμοποιείται πλέον λιγότερο ως μηχανισμός ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης και περισσότερο ως εργαλείο πολιτικής επικυριαρχίας».
Πράγματι, τη διαπίστωση αυτή γεννούν οι συχνές τροποποιήσεις νομοθετημάτων με ελλιπή επιστημονική τεκμηρίωση, η άσκηση της νομοθετικής εξουσίας δια της πλαγίας οδού ( με την ένταξη κρισίμων διατάξεων που επιφέρουν μεταρρυθμίσεις σε συγκεκριμένο κλάδο , σε νομοσχέδια που ουδεμία συνάφεια έχουν με το ζήτημα αυτό) αλλά και η παρεμβατικότητα των κυβερνήσεων στον διορισμό και την παύση των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών (Άρθρο 90 , παράγραφος 5 του Συντάγματος ).
Απόρροια των ανωτέρω είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού στο θεσμικό πλαίσιο, η καχυποψία προς κάθε νέα διάταξη που απασχολεί το δημόσιο διάλογο, αλλά κυρίως η αντιμετώπιση των κανόνων δικαίου ως «ευχολόγιο», του οποίου η πιθανή παραβίαση λίγες δυσμενείς συνέπειες θα έχει.
Η πολιτικά καθοδηγούμενη διαμόρφωση κανόνων δικαίου με ελλιπή επιστημονική τεκμηρίωση, αναδεικνύει όμως και μια άλλη αιτία της υποβάθμισης της επιστήμης αυτής στα μάτια της κοινωνίας.
Πιο συγκεκριμένα, φέρει στην επιφάνεια μια βαθιά έλλειψη παιδείας στον κλάδο των νομικών.
Οι ίδιοι οι μελετητές του δικαίου και ενίοτε και οι μελλοντικοί νομοθέτες, λαμβάνουν από τις νομικές σχολές της χώρας ανεπαρκή εφόδια, συγκριτικά με όσα θα κληθούν να αντιμετωπίσουν στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Από τη μια μεριά, αυτή του εκπαιδευτικού συστήματος, μαθήματα που οξύνουν ευρύτερα το νομικό συλλογισμό, όπως η φιλοσοφία του δικαίου αντιμετωπίζονται ως υποδεέστερα , με λίγες διδακτικές ώρες εβδομαδιαία.
Εξάλλου, οι περισσότερες εξ αυτών περιλαμβάνουν μια θεωρητική επισκόπηση κανόνων δικαίου, δίχως την απαραίτητη εμβάθυνση και κατανόηση του δικαιοπολιτικού πλαισίου πίσω από μια ρύθμιση.
Από την άλλη όψη του νομίσματος οι ίδιοι οι φοιτητές επικεντρωμένοι στην αποστήθιση ως κατάλοιπο των πανελλαδικών εξετάσεων στοχεύουν μόνο στην ταχύτερη αποφοίτηση, χωρίς να αξιοποιούν τα φοιτητικά τους χρόνια πρακτικά,, μαθαίνοντας να αγαπούν, να σέβονται και να υπηρετούν το δίκαιο, προετοιμάζοντας την μελλοντική επαγγελματική καθημερινότητά τους.
Όπως τονίζει ο καθηγητής Τσακυράκης, «χωρίς το ήθος της επιστημονικής ακρίβειας και το πάθος για το δίκαιο ως αξία το νομικό επάγγελμα μετατρέπεται σε τεχνική χωρίς πυξίδα», («Δικαιοσύνη και ελευθερία του λόγου» 2006).
Ως επακόλουθο , οι νομικοί μαθαίνουν να «επιβιώνουν» στο νομικό κόσμο, αξιοποιώντας πιθανές αβλεψίες του νόμου και εφευρίσκοντας δικονομικά τεχνάσματα για να ικανοποιήσουν την έδρα, τη κοινή γνώμη, μα πάνω απ’ όλους, τον εκάστοτε πελάτη.
Η ανάγκη για ανασύνταξη στο νομικό κλάδο είναι επιτακτική.
Είναι κρίσιμο να μην εξαρτηθεί η ανάκτηση του κύρους από επιφανειακές ενέργειες (πχ Κατάργηση Ειρηνοδικείων για ταχύτερη δικαιοσύνη) αλλά από ουσιαστική ενίσχυση της επιστημονικής δεοντολογίας και σκέψης.
Αρχικά, είναι απαραίτητη η οικονομική στήριξη της πανεπιστημιακής και επιστημονικής έρευνας, συνοδευόμενη από την αποδέσμευση της νομικής επιστήμης από κομματικά ή επιχειρηματικά συμφέροντα.
Ταυτόχρονα, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ η ανάγκη απλοποίησης της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών(π.χ Ψηφιακές βάσεις δεδομένων) και της τεχνητής νοημοσύνης για την ενίσχυση της διαφάνειας.
Το ίδιο σημαντικό,τέλος, είναι να ενισχυθεί ο ρόλος του νομικού στη δημόσια συζήτηση με την προώθηση του τεκμηριωμένου επιστημονικού λόγου στα μέσα ενημέρωσης και στην πολιτική.
Η αναβάθμιση της νομικής επιστήμης στην Ελλάδα του σήμερα αποτελεί πολύ μεγάλη πρόκληση, πρωτίστως της πολιτείας, αλλά και της κοινωνίας.
Απαιτεί συμμετοχή και εμπιστοσύνη τόσο από την επιστημονική κοινότητα όσο και από την πολιτική ηγεσία, το κράτος αλλά και τους ίδιους τους πολίτες.
Για όσους ακόμα θεωρούν το ζήτημα ήσσονος σημασίας, ας αναλογιστούν έναν κόσμο χωρίς δικαιοσύνη, όπου ο καθένας παλεύει με τη σωματική του δύναμη να επιβληθεί στον άλλον για να ζήσει.
Το δίκαιο ήταν αυτό που συνέβαλε δραστικά στη δημιουργία του σύγχρονου πολιτισμού και στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
Χωρίς το δίκαιο ο κόσμος της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της τεχνολογικής προόδου πιθανόν δεν θα είχε υπάρξει ποτέ.
Σταύρος Καβαλιεράτος
Προπτυχιακός φοιτητής της Νομικης Σχολής ΕΚΠΑ