Ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξη που έδωσε στο 1ο Πρόγραμμα της ΕΡΑ αποκάλυψε ότι η Ελλάδα δεν έχει στείλει άλλα όπλα στην Ουκρανία.
Στο ερώτημα εάν εστάλησαν επιπλέον όπλα στην Ουκρανία, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε: «Δεν έχουν σταλεί περαιτέρω όπλα, περαιτέρω οπλισμός, σε σχέση με τον αρχικό μας σχεδιασμό. Προφανώς υπάρχει η χρήση των αναγκαίων αναλωσίμων, των εφοδίων για τα όπλα που έχουμε στείλει».
Αναφέρθηκε, όμως, και στη «μεγάλη εικόνα», όπως είπε: «Η Ελλάδα στέκεται μαζί με την ελευθερία και τη δημοκρατία απέναντι στην επίθεση που δέχεται η Ουκρανία, είμαστε μαζί με όλη τη Δύση […] αν βρεθείς σε μια κρίσιμη φάση και θες να σε βοηθήσουν, θα πρέπει και εσύ να είσαι διατεθειμένος να σταθείς απέναντι στις χώρες του επιθετικού αναθεωρητισμού».
Να θυμίσουμε ότι χθες ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος είχε απαντήσει σε ερώτημα του ΣΥΡΙΖΑ σε ερώτημα που είχε κάνει αναφορικά με τις πληροφορίες που θέλουν την Ελλάδα να στέλνει εκ νέου αμυντικό υλικό στην Ουκρανία.
«Η Ελλάδα όπως όλες οι ευρωπαϊκές χώρες βοηθά την Ουκρανία με αμυντικό υλικό, προκειμένου να αμυνθεί στην επίθεση που δέχεται από τη Ρωσία. Το αμυντικό υλικό χορηγείται από τα αποθέματα που διαθέτει η χώρα και δεν αποδυναμώνει ούτε κατ’ ελάχιστον την αμυντική δυνατότητά της. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση από τα υπόλοιπα Κράτη – Μέλη της Ε.Ε. που πράττουν το ίδιο» δήλωσε ο υπουργός Άμυνας.
Γεραπετρίτης: ΕΕ ΗΠΑ και ΝΑΤΟ στήριξαν την Ελλάδα έναντι του Ερντογάν
Στο ερώτημα αν κατά την άποψή του, Ο Ρ. Τ. Ερντογάν παζαρεύει με τη Δύση ή στήνει σκηνικό έντασης, απάντησε ότι «η στάση την οποία τηρεί η Τουρκία είναι μια στάση από την οποία δεν μπορεί να αποκομίσει οφέλη, τηρεί επαμφοτερίζουσα στάση τόσο στο θέμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ όσο και σε εκείνο της ρωσικής εισβολής». Κατά συνέπεια, συμπλήρωσε, είναι κοινή αντίληψη ποιος στην ανατολική Μεσόγειο υποστηρίζει την ελευθερία και τη δημοκρατία με συνέπεια και σθένος, και ποιος όχι.
Στο θέμα δε, αν η ελληνική κυβέρνηση έμεινε ικανοποιημένη από τη χθεσινή αντίδραση των Βρυξελλών, απάντησε ως εξής: «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τοποθετήθηκε κατηγορηματικά», είπε και διευκρίνισε ότι «σε κάθε περίπτωση ισχύουν οι τελευταίες δηλώσεις, οι οποίες μπορεί και να παρεμβαίνουν και διορθωτικά στις αρχικές (δηλώσεις). Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδεικνύει απόλυτη στήριξη και αλληλεγγύη στην Ελλάδα και την Κύπρο», τόνισε προσθέτοντας ότι «για να μπορέσει να υπάρξει ασφάλεια στην περιοχή θα πρέπει πρώτα να υπάρχει μια κοινή βάση κατανόησης που δεν μπορεί να είναι άλλη από την τήρηση των κανόνων διεθνούς δικαίου». Όταν δε, «η Ελλάδα βρίσκεται στο πλευρό του διεθνούς δικαίου, όχι με λόγια αλλά με έργα, και από την άλλη πλευρά, η Τουρκία επιδίδεται σε πράξεις και βερμπαλισμούς, οι οποίοι απομειώνουν την ισχύ του διεθνούς δικαίου, είναι προφανές ποια στάση θα τηρήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση», δήλωσε.
Σε ό,τι αφορά τη στάση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, εκεί τα πράγματα είναι πιο σαφή, κατά τον υπουργό Επικρατείας: η Τουρκία αποτελεί μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά οι ιδρυτικές συνθήκες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας είναι σαφείς στην περίπτωση που κάποιος επιβουλεύεται την κυριαρχία κράτους-μέλους.
«Είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις», επεσήμανε εξάλλου, και ανατρέχοντας στις δηλώσεις του Προέδρου των ΗΠΑ, στη συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό, υπογράμμισε ότι «ο σεβασμός των συμμάχων των ΗΠΑ είναι δεδομένος όσον αφορά την κυριαρχία και τα κυριαρχικά τους δικαιώματα». Υπάρχει, άλλωστε, συμπλήρωσε, κάτι υπογεγραμμένο, και το οποίο συνιστά διεθνή υποχρέωση των ΗΠΑ στο πλαίσιο της αμυντικής συμφωνίας για την παροχή αμοιβαίας συνδρομής.
Στο θέμα του ελληνοτουρκικού διαλόγου, υπό τις τρέχουσες συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει παραγωγικός διάλογος, υποστήριξε χαρακτηρίζοντας «αυτονόητο» ότι την ίδια στιγμή που «έχουμε βεβήλωση μνημείων, υπερπτήσεις πάνω από ελληνικό χώρο κυριαρχίας και εμπρηστικές δηλώσεις, διάλογος που θα φέρει αποτελέσματα, δεν μπορεί να υπάρξει».
Παρά ταύτα, «είμαστε δεδομένα, σταθερά, πάγια υπέρ του διαλόγου και το έχουμε αποδείξει και σε τεχνικό επίπεδο και για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και κατά τη συνάντηση που είχαν οι δύο ηγέτες», ανέφερε με την αναγκαία διευκρίνιση, ξανά, ότι διάλογος ουσίας με εμπρηστική ρητορική – επιθετικές ενέργειες και χωρίς κοινή βάση διεθνούς δικαίου, δεν μπορεί να υπάρξει.
Το ελληνοτουρκικό ζήτημα εξ ορισμού δεν είναι διμερές, εξ ορισμού ασκεί επιρροή σε μια ευρύτερη και ευαίσθητη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, επιχειρηματολόγησε επιπλέον, με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «αυτό έχει ήδη αναγνωριστεί, η ΕΕ με πάρα πολύ σαφείς πράξεις και αναφορές έχει αναβαθμίσει τα ζητήματα της κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου, σε ένα ζήτημα της ίδιας της ΕΕ. Θύμισε εξάλλου στο σημείο αυτό και την παρουσία της ηγεσίας των ευρωπαϊκών θεσμών στον Έβρο στην προηγούμενη κρίση.
Στο θέμα δε, των τελευταίων ημερών, τις μεταναστευτικές ροές, ο Γ. Γεραπετρίτης δήλωσε: «Έχουμε αύξηση των ροών, δηλαδή των επιχειρήσεων που γίνονται συντονισμένα από την πλευρά, όχι κατ’ ανάγκην της οργανωμένης κρατικής εξουσίας στην Τουρκία, αλλά των οργανωμένων κυκλωμάτων εμπορίας ανθρώπων». Ενώ σε μια αναδρομή στο παρελθόν, το 2020 συγκεκριμένα, «είχαμε δεδομένα οργανωμένες κινήσεις εκ μέρους της γείτονος στα σύνορά μας». Ξεκαθάρισε όμως ότι «αυτό δεν πρόκειται να το επιτρέψουμε να συμβεί. Εξακολουθούμε να φυλάμε με σθένος τα ελληνικά σύνορα, που είναι και ευρωπαϊκά σύνορα», υπογραμμίζοντας ταυτοχρόνως την «πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη» προς τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Για τα F-35, αφού έκανε λόγο για πρόγραμμα δεκαετίας, έκανε γνωστό ότι θα περάσει και από την Βουλή των Ελλήνων, έτσι ώστε να υπάρξει στην Επιτροπή Εξωτερικών και ‘Αμυνας η αναγκαία ενημέρωση και, εφόσον χρειαστεί, και στην Ολομέλεια. Με την εκτίμηση επίσης ότι η πρώτη φάση συζήτησης θα ξεκινήσει εντός του 2022, τόνισε κλείνοντας ότι το F-35 αλλάζει τους συσχετισμούς και λειτουργεί τελείως αποτρεπτικά.