«Δεν μπορώ να ανεχθώ ότι αυτή τη στιγμή μπορεί να υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι χαρακτηρίζουν τον οποιοδήποτε υπουργό Εξωτερικών ή τον οποιοδήποτε πρωθυπουργό ως μειοδότη. Εγώ δεν θα το πω ποτέ για κανέναν» τόνισε ο Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης.
Σε συνέντευξή του στον Realfm 97,8 σημείωσε «Εγώ δεν θα το πω ποτέ για κανέναν. Ακόμη και αν διαφωνώ με την ουσία της άσκησης εξωτερικής πολιτικής ποτέ μα ποτέ δεν θα χαρακτηρίσω κάποιον μειοδότη. Θεωρώ ότι είναι χρέος μου εθνικό να θέτω τη γνώμη μου, να θέτω αυτό που θεωρώ σύμφωνο με το Εθνικό Δίκαιο αλλά να στηρίζω την εθνική μας γραμμή. Έχοντας πει αυτό να σας πω και το ακόλουθο:
Εξάλλου, ο κ. Γεραπετρίτης υποστήριξε ότι «η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να δεχτεί παραινέσεις και συμβουλές για το πώς θα ασκήσει την εθνική κυριαρχία της». Σε άλλο σημείο τόνισε ότι «η Ελλάδα τιμά απολύτως το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συμβάσεις» και ότι «πάντα επιχειρεί να έχει φιλικές γειτονικές σχέσεις. Αν θέλουμε να έχουμε προοπτική να λύσουμε τη μοναδική διαφορά που είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ πρέπει να συζητήσουμε στη βάση του Διεθνούς Δικαίου».
Ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Γεραπετρίτη
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Έχουμε τη χαρά και την τιμή να υποδεχόμαστε στον κεντρικό ραδιοθάλαμο του Real FM τον Υπουργό Εξωτερικών, τον κύριο Γεραπετρίτη. Κύριε Υπουργέ, καλωσορίσατε.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Καλώς σας βρήκα. Είναι ιδιαίτερα μεγάλη χαρά και τιμή για μένα, κύριε Χατζηνικολάου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και η χαρά και η τιμή είναι δική μας και, κυρίως για να είμαι απολύτως ειλικρινής, διότι η συνέντευξη έρχεται σε ένα πολύ ενδιαφέρον timing, που λένε οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι. Η συγκυρία δίνει πολλά και ενδιαφέροντα ερωτήματα. Και ξεκινώ αμέσως. Θέλω να ρωτήσω αν ήταν αναμενόμενη από εσάς, από το Υπουργείο Εξωτερικών και από την ελληνική κυβέρνηση, η τελευταία τουρκική «πρόκληση». Αναφέρομαι στον Γκιουλέρ και στα όσα είπε, ή αν περιμένατε ότι η διαδικασία της προσέγγισης του τελευταίου διαστήματος θα είχε αλλάξει κάπως τα πράγματα.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κύριε Χατζηνικολάου, εγώ θέλω να είμαι σαφής. Η προσέγγιση, η οποία επιχειρείται με την Τουρκία, που ήταν μια στρατηγική επιλογή της Ελλάδας, μετά από τις εκλογές το 2023 και τους καταστροφικούς σεισμούς που είχαμε στη γείτονα χώρα, δεν λειτουργεί σε καμία περίπτωση στη βάση της αναίρεσης των θεμελιωδών θέσεων που έχει η Ελλάδα, αλλά ούτε και η Τουρκία. Δεν πιστεύαμε ποτέ ότι θα ήταν δυνατό από τη μία μέρα στην άλλη η Τουρκία να αναιρέσει θέσεις, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία 30 χρόνια. Όλες οι θέσεις, οι οποίες αναπτύσσονται, οι θέσεις για τη «γαλάζια πατρίδα», οι μαξιμαλιστικές θέσεις για τις θαλάσσιες ζώνες, η αποστρατικοποίηση, οι γκρίζες ζώνες, είναι όλες θεωρίες τουρκικές, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί εδώ και δεκαετίες. Δεν πιστεύαμε ότι επρόκειτο από τη μία μέρα στην άλλη να αναιρεθούν οι θέσεις αυτές. Και για το λόγο αυτό κάναμε μία βασική επιλογή: να προχωρήσουμε στη βάση μιας Θετικής Ατζέντας. Δηλαδή να χτίσουμε την εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο κυβερνήσεων και των δύο λαών, πρωτίστως στα κεφάλαια εκείνα, τα οποία μπορούν να μας ενώνουν και στη συνέχεια να κάνουμε την απόπειρα να λύσουμε και τα πολύ μεγαλύτερα διαρκή θέματα, τα οποία μας ταλανίζουν.
Η επιλογή αυτή προς ώρας έχει δουλέψει. Δηλαδή έχουμε μία σειρά από συμφωνίες, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές. Αφορούν το διμερές εμπόριο, αφορούν τον τουρισμό, ιδίως αφορούν το κομμάτι του συντονισμού στο μεταναστευτικό, με σημαντική μείωση των μεταναστευτικών ροών και κυρίως, με έλεγχο των κυκλωμάτων διακινητών με τη δημιουργία ενός πλαισίου που μπορούμε επιτέλους να αποσυμπιέζουμε εντάσεις για να μην παράγουν κρίσεις. Έχουμε μια διαρκή επικοινωνία με την Τουρκία και αυτό έχει λειτουργήσει πολλές φορές στη διάρκεια των τελευταίων 16 μηνών αποσυμπιεστικά. Από την άλλη πλευρά, καταλαβαίνουμε όλοι το μέγεθος της δυσκολίας που υπάρχει όταν συζητούμε για δυσχερή θέματα. Και να σας πω και το εξής. Θέματα τα οποία χρονίζουν εδώ και 50 χρόνια, νομίζω κανείς δεν θα περίμενε ότι θα λυθούν σε 16 μήνες. Έχουν γίνει όμως πολλά και σημαντικά βήματα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Υπουργέ, οι δηλώσεις Γκιουλέρ έχουν τρία βασικά στοιχεία. Το πρώτο, και θέλω το σχόλιό σας, είναι ότι ξαφνικά στις «απειλές» κατά της Τουρκίας, δίπλα στα νησιά του Αιγαίου, για τα οποία ζητούν αποστρατιωτικοποίηση, προστέθηκε και η Αλεξανδρούπολη. Και μάλιστα με έμμεση αναφορά προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής που διατηρούν εκεί δυνάμεις.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να ενοχλεί η σημαντική επαύξηση του διπλωματικού κεφαλαίου της Ελλάδας. Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται στο υψηλότερο πεδίο διπλωματικού κεφαλαίου. Έχουμε ένα διεθνές αποτύπωμα, το οποίο είναι πάρα πολύ μεγάλο. Έχουμε στρατηγικές συμμαχίες με μεγάλες χώρες. Έχουμε την τιμή από την 1η Ιανουαρίου να είμαστε μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ουσιαστικά συμπαράγοντας τη διεθνή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο. Αυτό προφανώς ενοχλεί.
Από την άλλη πλευρά, θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Καμία ενόχληση δεν μπορεί να αναιρέσει το θεμελιώδες δικαίωμα της χώρας να παράγει την πολιτική της και να διαμορφώνει την κυριαρχία της όπως η ίδια το επιθυμεί. Η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ ούτε να συζητήσει, ούτε να δεχθεί συμβουλές και παραινέσεις σε ό,τι αφορά την άσκηση της κυριαρχίας της. Και αυτό αφορά τόσο τα νησιά μας και τη δομή δυνάμεων, όσο βεβαίως και τα μεγάλα έργα, τα οποία γίνονται αυτή τη στιγμή στον Έβρο.
Αναφέρθηκε στην Αλεξανδρούπολη. Όλοι γνωρίζουμε ότι αυτή τη στιγμή η Αλεξανδρούπολη, κύριε Χατζηνικολάου, έχει καταστεί ενεργειακός κόμβος ολόκληρης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Με το πολύ μεγάλο έργο για τον σταθμό, για το υγροποιημένο φυσικό αέριο, το LNG, αλλά και όλους τους διαδρόμους, οι οποίοι αναπτύσσονται αυτή τη στιγμή προς την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, μέσω της Αλεξανδρούπολης και του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης. Αυτό είναι μια τεράστια ενεργειακή και γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας, η οποία έχει συντελεστεί και αυτή θα συνεχισθεί, ανεξαρτήτως του αν ενοχλεί κάποιους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Το δεύτερο στοιχείο της τοποθέτησης Γκιουλέρ είναι η αναφορά στο Πρακτικό της Βέρνης. Ένα κείμενο του 1976, το οποίο είχε συνταχθεί από τους τότε Πρωθυπουργούς, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, και έχει επισήμως αποκηρυχθεί – βάλτε σε εισαγωγικά τη λέξη – από την Ελλάδα το 1987. Η ουσία αυτού του κειμένου ήταν ότι για όσο κρατούσε ο διάλογος τότε, πρακτικά το 1981, οι δύο πλευρές υποχρεούνταν να απέχουν από ενέργειες στην υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο. Θέλω να σας ρωτήσω πώς σχολιάζετε αυτή την αναφορά του Τούρκου Υπουργού Άμυνας και αν πράγματι η Ελλάδα έχει παραβιάσει κάποια συμφωνία με την Τουρκία.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι προφανές ότι η Ελλάδα τιμά απολύτως το διεθνές δίκαιο. Τιμά απολύτως όλες τις διεθνείς συνθήκες. Εξάλλου, να θυμηθούμε ότι η Ελλάδα είναι ιστορικό μέλος της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, ενόσω η Τουρκία δεν έχει προσχωρήσει σε αυτή τη Σύμβαση. Άρα, καλό θα ήταν να αναλογιζόμαστε λιγάκι και το πού βρισκόμαστε σε σχέση με τις διεθνείς μας υποχρεώσεις. Εκείνο το οποίο θέλω να τονίσω ειδικά για τη Σύμβαση της Βέρνης, είναι ότι αυτή αφορούσε ένα πολύ συγκεκριμένο πεδίο. Είναι εις γνώσιν βεβαίως, της ελληνικής διπλωματίας διαχρονικά. Η Τουρκία επανειλημμένως αναφέρεται στη συγκεκριμένη σύμβαση, η οποία δεν παράγει, κατά την άποψή μας, τα αποτελέσματα τα οποία θεωρεί. Έχουν απαντηθεί επανειλημμένως. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση η Ελλάδα να απεμπολήσει τα δικαιώματά της, τα οποία απορρέουν και από την κυριαρχία της, αλλά και από τα δυνητικά κυριαρχικά της δικαιώματα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτό, κύριε Υπουργέ, ήταν ένα Πρακτικό, μια συμφωνία που αφορούσε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μέχρι την προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, που τότε υποτίθεται ότι οι δύο πλευρές προσπαθούσαν να επιτύχουν;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Περιορισμένου χρόνου, περιορισμένου τόπου και με συγκεκριμένο προσανατολισμό. Και κατά τούτο αυτή τη στιγμή παρέλκει κάθε συζήτηση για τα θέματα αυτά. Θέλω όμως να πω και κάτι περαιτέρω. Η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία πάντοτε επιχειρεί να έχει φιλικές γειτονικές σχέσεις. Εξάλλου, αυτό αποτυπώθηκε και με τη Διακήρυξη των Αθηνών, την οποία υπέγραψαν οι δύο χώρες τον Δεκέμβριο του 2023. Αποτυπώθηκε εκεί για πρώτη φορά η προσήλωση και της Τουρκίας στο διεθνές δίκαιο. Εάν λοιπόν θέλουμε να έχουμε την οποιαδήποτε προοπτική για να επιλύσουμε τη μεγάλη μας διαφορά, που είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, οφείλουμε να απέχουμε από ενέργειες, οι οποίες ακριβώς δυναμιτίζουν αυτό το κλίμα.
Εμείς πάντοτε απαντούμε με σύνεση και φρόνηση, με βαθιά γνώση του διεθνούς δικαίου, με βαθιά γνώση όλης της ιστορικής διαδρομής που έχει οδηγήσει εδώ. Αλλά θέλω να είμαι πάρα πολύ σαφής. Πρώτον, δεν πρόκειται να συζητήσουμε ποτέ θέματα, τα οποία ανάγονται στην κυριαρχία της χώρας, διότι αυτά συνιστούν μονομερές, αναπαλλοτρίωτο και αναφαίρετο δικαίωμα της πατρίδας μας. Και δεύτερον, η Ελλάδα θα συζητά πάντοτε με όρους διεθνούς δικαίου. Και σήμερα μπορεί να συζητά και από όρους ισχύος.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τώρα, το τρίτο στοιχείο των δηλώσεων Γκιουλέρ αφορούσε τις έρευνες του ιταλικού πλοίου στην Κάσο. Είναι μια πολυσυζητημένη υπόθεση αυτή. Ο κ. Γκιουλέρ είπε ότι οι έρευνες συνεχίστηκαν τον περασμένο Ιούλιο, κατόπιν αδείας που έλαβε το ιταλικό πλοίο από την Άγκυρα, κάτι που εσείς σταθερά διαψεύδετε τους τελευταίους μήνες. Το ιταλικό πλοίο είναι αυτές τις μέρες στα βορειοανατολικά της Κρήτης και πραγματοποιεί έρευνες εντός χωρικών υδάτων, ενώ έχουμε επίσης προβλήματα με την Τουρκία με το πρόγραμμα ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου. Φαίνεται ότι αυτό ήταν και ένας από τους λόγους της χθεσινής διάσκεψης στη Λευκωσία υπό τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, και τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκο Χριστοδουλίδη. Θέλω να σας ρωτήσω τι ακριβώς έχει συμβεί στην Κάσο. Αν όντως το ιταλικό πλοίο ζήτησε άδεια από την Άγκυρα για να συνεχίσει τις έρευνές του και αν αυτό ήταν σε γνώση της ελληνικής κυβέρνησης.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θα είμαι εξαιρετικά σαφής. Και όπως πάντοτε θα μιλήσω με τη γλώσσα της αλήθειας. Στην περίπτωση του Κάσου είχαμε το ιταλικό πλοίο, το οποίο διεξάγει έρευνες για την πόντιση ηλεκτρικού καλωδίου. Η πόντιση αυτή προστατεύεται απολύτως από το διεθνές δίκαιο και κατά τούτο είναι μία ενέργεια, η οποία είναι απολύτως συμβατή με το διεθνές δίκαιο. Εξάλλου, πρόκειται για ένα πρόγραμμα, το οποίο έχει εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση – άρα έχει και έναν ευρωπαϊκό μανδύα προστασίας – και είναι και ένα έργο πολύ μεγάλης σημασίας για τη διασύνδεση με την Κύπρο, έτσι ώστε να συμβάλει στην άρση της ενεργειακής απομόνωσης του νησιού. Τώρα το τι συνέβη είναι πάρα πολύ συγκεκριμένο. Το ιταλικό πλοίο βγήκε σε διεθνή ύδατα, τα οποία αφορούν ελληνική υφαλοκρηπίδα, όπως έχει καθοριστεί και από την ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία. Πράγματι, υπήρξε μία μακρόθεν παρεμπόδιση από τουρκικά πολεμικά πλοία, τα οποία προσήλθαν στην περιοχή. Θέλω να γίνω απολύτως κατανοητός: δεν υπήρξε καμία άδεια του πλοίου, δεν ζητήθηκε ποτέ από την ελληνική κυβέρνηση άδεια και δεν δόθηκε ποτέ. Δεν υπήρξε καμία αναγνώριση κυριαρχικού δικαιώματος της Τουρκίας. Το πλοίο συνέχισε κανονικά σύμφωνα με τον προγραμματισμό του την έρευνα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μήπως το ιταλικό πλοίο ζήτησε άδεια;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Το ιταλικό πλοίο δεν έχει ζητήσει άδεια. Εμείς έχουμε ενημέρωση από το ιταλικό πλοίο και από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών δεν έχει ζητηθεί, ούτε έχει ληφθεί τέτοια άδεια. Δεν υπήρξε αναγνώριση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας. Το πλοίο συνέχισε τις εργασίες του προσηκόντως και σύμφωνα με τον προγραμματισμό ολοκλήρωσε τις έρευνες τις οποίες είχε προγραμματίσει. Άρα εδώ, κύριε Χατζηνικολάου, για να συνοψίσω, έχουμε τα ακόλουθα. Πρώτον, ένα πρόγραμμα ενεργειακής σύνδεσης μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου, το οποίο ενεργείται κανονικά. Δεύτερον, παρά την παρεμπόδιση, η οποία υπήρξε και χάρη στους διαύλους επικοινωνίας που έχουν αναπτυχθεί, δεν εξελίχθηκε σε θερμό επεισόδιο. Τρίτον, υπήρξε στη συνέχεια μία πλήρης έρευνα εκ μέρους του πλοίου. Τα τουρκικά πλοία απεχώρησαν. Και τέλος, θέλω να τονίσω, ότι η συγκεκριμένη πράξη, το συγκεκριμένο έργο θα συνεχιστεί κανονικά σύμφωνα με τον προγραμματισμό του.
Θέλω να πω το ακόλουθο: αντιλαμβάνομαι ότι αυτή τη στιγμή μπορεί να υπάρχει μία ένταση, η οποία παράγεται πάντοτε, επειδή δεν έχουμε οριοθετήσει με την Τουρκία. Είναι ένα θέμα, το οποίο εκκρεμεί εδώ και 50 χρόνια και το οποίο δεν έχει βρει τη λύση του. Είναι ένα θέμα, το οποίο αναπαράγει διαρκώς εντάσεις. Όταν και αν υπάρξει οριοθέτηση για υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, αυτά τα προβλήματα θα εκλείψουν. Έως τότε, καταλαβαίνουμε όλοι, ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να πράττει αυτό που έκανε όλες τις περασμένες δεκαετίες. Δηλαδή, ουσιαστικά, με βάση μία εντελώς μαξιμαλιστική προσέγγιση, να θεωρεί ότι έχει δυνητική υφαλοκρηπίδα, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη εκεί που έχει.
Η Ελλάδα θα παραμείνει προσηλωμένη στο διεθνές δίκαιο. Δεν πρόκειται να απεμπολήσουμε κανένα μας δικαίωμα. Είναι η πρόθεσή μας, εάν συμφωνήσουμε, να συζητήσουμε για την οριοθέτηση αυτή. Αλλά να επιμείνω στο ότι η συζήτηση αυτή μπορεί να γίνει μόνον επί αυτού του ζητήματος. Δεν υπάρχουν άλλα ζητήματα, τα οποία μπορεί να τεθούν στο τραπέζι και να συνέχονται με αυτό. Εάν η Τουρκία θελήσει να προχωρήσουμε σε μία συζήτηση, η Ελλάδα δεν έχει κανένα φοβικό σύνδρομο. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει ένα υψηλότατο επίπεδο αυτοπεποίθησης, στο οποίο επενεργεί και η ενίσχυση της εθνικής της άμυνας και η καλή οικονομική της κατάσταση. Είμαστε σε ένα πολύ υψηλό διαπραγματευτικό πεδίο. Θα θέλαμε να προχωρήσουμε στη συζήτηση, αλλά με όρους σαφείς. Αυτή και μόνο είναι η συζήτηση που μπορεί να γίνει και αφορά την οριοθέτηση.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτό είναι ένα ερώτημα που τίθεται το τελευταίο διάστημα και από τα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, αλλά εσχάτως και στο εσωτερικό της, κύριε Γεραπετρίτη. Και αναφέρομαι κυρίως στον πρώην Πρωθυπουργό, τον κύριο Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος διεγράφη πριν από λίγες ημέρες από το κόμμα σας. Επομένως, μήπως θα ήταν καλύτερο να μη μιλούμε καθόλου με την Τουρκία; Ο κύριος Σαμαράς, για παράδειγμα, λέει ότι με αυτούς οι οποίοι προκαλούν, με τον τρομοκράτη της άλλης πλευράς δεν συζητάς. Τι απαντάτε;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Καταρχάς θέλω να πω ότι σέβομαι ιδιαιτέρως και τον κύριο Σαμαρά και την ιστορική του διαδρομή και τη συμβολή του στη χώρα. Από την άλλη πλευρά, δεν μου επιτρέπεται, ως εκ της θέσεώς μου, να σχολιάσω την άσκηση της αρμοδιότητας του Πρωθυπουργού. Εκείνο, το οποίο μπορώ να πω είναι ότι η εξωτερική πολιτική στην Ελλάδα δεν ασκείται από εμένα. Ασκείται με βάση το Σύνταγμα από τα συλλογικά όργανα, δηλαδή από το Υπουργικό Συμβούλιο και από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας, υπό την κατεύθυνση του Πρωθυπουργού. Και αυτή είναι η πολιτική, η οποία υλοποιείται από την κυβέρνηση και υιοθετείται και από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εγώ εκεί που μπορώ να απαντήσω είναι στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Και θα πω το ακόλουθο…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τότε να απλοποιήσω το ερώτημα. Συμφέρει να συζητάμε με την Τουρκία; Ή θα ήταν καλύτερο για τα εθνικά μας συμφέροντα να μην υπάρχει αυτή η συζήτηση, να μην υπάρχει αυτός ο διάλογος; Ιδιαίτερα από τη στιγμή που, όπως είπατε πριν από λίγο, οι Τούρκοι επιμένουν να βάζουν πάνω στο τραπέζι και άλλα θέματα, εκτός της μοναδικής διαφοράς που εμείς δεχόμαστε, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Υπάρχουν τρεις δρόμοι, κύριε Χατζηνικολάου. Υπάρχει ο δρόμος του διαλόγου. Συζητούμε με την Τουρκία και μπορούμε, μολονότι εκφράζονται οι διαφωνίες μας και εκφράζονται με έναν τρόπο ο οποίος είναι ανοιχτός και εν πολλοίς ειλικρινής, παρά ταύτα, να μπορούμε να συνεργαζόμαστε για να προλαμβάνουμε κρίσεις και να χτίζουμε τουλάχιστον σε αυτά, τα οποία μας ενώνουν. Είναι σημαντικό σε ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον να μπορούμε να συζητούμε και να διαμορφώνουμε μια γειτονιά ηρεμίας και ειρήνης.
Ο δεύτερος δρόμος είναι ο δρόμος της αδράνειας, της ακινησίας. Είναι ο δρόμος, ο οποίος μας λέει ότι δεν συζητούμε, δεν προάγουμε διάλογο. Και στην περίπτωση αυτή το μόνο που κάνουμε είναι να αναμένουμε την επόμενη ένταση και κρίση, η οποία νομοτελειακά θα έρθει.
Δεν είναι η άποψη της κυβέρνησης και δεν είναι η δική μου άποψη. Θέλω να σας εξομολογηθώ ότι μελετώντας την ελληνική διπλωματική ιστορία των τελευταίων 50 ετών και μελετώντας ιδίως τα άτυπα πρακτικά των 64 κύκλων διερευνητικών επαφών – που όλοι απέτυχαν να παραγάγουν ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα – θέλω να σας πω ότι η αδράνεια και η ακινησία οδήγησε στην πραγματικότητα σε μία ακόμη μεγαλύτερη εντατικοποίηση των αξιώσεων της Τουρκίας. Η αδράνεια και η ακινησία δεν μπορεί να είναι επιλογή, διότι στην πραγματικότητα αυτό που πράττει είναι να διευρύνει τις διαφορές, να δημιουργεί περαιτέρω εντάσεις. Και ανά πάσα στιγμή να βρισκόμαστε στον κίνδυνο να έχουμε ένα θερμό επεισόδιο και να έχουμε μία νέα περίπτωση Σμηναγού Ηλιάκη. Και υπάρχει και ένας τρίτος δρόμος, ο οποίος είναι ο πόλεμος.
Άρα, μεταξύ αυτών των τριών δρόμων η δική μας επιλογή είναι η επιλογή του διαλόγου. Μία επιλογή, η οποία έρχεται με σύνεση και με σωφροσύνη. Επαναλαμβάνω, χωρίς να είμαστε αιθεροβάμονες ή να ακροβατούμε, αλλά γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ένα σημείο στο οποίο μπορεί να συζητά χωρίς φόβο, με υψηλό επίπεδο αυτοπεποίθησης και γνωρίζοντας ότι δεν είμαστε μόνο εμείς, οι οποίοι είμαστε οι νομείς, οι ιδιοκτήτες σήμερα της χώρας. Υπάρχουν και οι επόμενες γενιές, τις οποίες θα πρέπει να σκεφτούμε και οι επόμενες γενιές θα πρέπει επίσης να ζήσουν σε μία γειτονιά ηρεμίας. Όταν κύριε Χατζηνικολάου, βρισκόμαστε σε μία απόσταση λιγότερο από 1.000 μίλια από δύο πολέμους, οι οποίοι διεξάγονται στη γειτονιά μας, όταν βρισκόμαστε σε μία περιοχή, η οποία πλήττεται πάρα πολύ έντονα από καταστάσεις, οι οποίες είναι εξαιρετικά ανησυχητικές για τα γεωπολιτικά, όπως είναι η κατάσταση στην Υποσαχάρια Αφρική, όπως είναι η κατάσταση, η οποία επικρατεί στις πολλαπλές κρίσεις, την κρίση, την κλιματική ή την κρίση, την επισιτιστική. Καταλαβαίνουμε ότι η αξία του διαλόγου, η αξία της ειρήνης, η αξία του να μπορείς να συζητάς, να αυξάνεις το διπλωματικό σου κεφάλαιο, να σε ακούν στο διεθνές στερέωμα και να έχεις ισχυρούς συμμάχους είναι πολύ μεγάλη.
Για μένα δεν είναι επιλογή η αδράνεια και η ακινησία. Πολλώ δε μάλλον δεν είναι επιλογή ο πόλεμος. Θα συνεχίσουμε στη λογική του διαλόγου, της αυτοπεποίθησης, της σύνεσης, της σωφροσύνης, χωρίς φόβο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Έχετε δεχθεί πυρά το τελευταίο διάστημα και από την αντιπολίτευση, αλλά, και από «φίλιες» δυνάμεις εντός της Νέας Δημοκρατίας. Για παράδειγμα, κάποιοι λένε ο Γεραπετρίτης έκανε υπόκλιση στον Ερντογάν. Και παρότι σας έχω ξαναρωτήσει στο παρελθόν – επειδή δέχομαι μηνύματα και κάποιοι θα θεωρήσουν ότι αποφεύγω να το θέσω στο τραπέζι – θέλω να έχω την απάντησή σας. Άλλοι λένε γιατί δεν προχωράει η χώρα και στο Αιγαίο στα 12 ναυτικά μίλια, όπως έκανε στο Ιόνιο. Και κάποιοι ακόμη μιλούν για ενδοτισμό της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού και του Υπουργού των Εξωτερικών. Για όλα αυτά, φίλες και φίλοι αμέσως μετά τους τίτλους ειδήσεων θα συνεχίσουμε τη συζήτησή μας με τον Υπουργό Εξωτερικών, τον κύριο Γιώργο Γεραπετρίτη. Κύριε Υπουργέ, ξέρω ότι είναι κουραστικό να επανέρχεται το ίδιο ερώτημα. Εγώ σας το έχω θέσει σε τουλάχιστον δύο προηγούμενες συνεντεύξεις, αλλά αφού κάποιοι από τους ακροατές μας το θέτουν, θα το επαναφέρω. Ρωτούν: «Μα, υπόκλιση στον Erdogan;».
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κύριε Χατζηνικολάου, έχω τοποθετηθεί, να τοποθετηθώ για μία ακόμη φορά με τον ίδιο τρόπο. Εγώ πάντοτε θα αποδίδω την οφειλόμενη τιμή στην Αρχηγό του Κράτους. Η Αρχηγός του Κράτους ήταν μπροστά μου. Όφειλα να της επιδείξω την τιμή που το Σύνταγμα της αποδίδει. Και θέλω να πω το εξής. Δεν θέλω να εκλαμβάνεται η ευγένεια ως αδυναμία. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Η ευγένεια είναι δύναμη. Θα συνεχίσω, λοιπόν, επειδή εγώ δεν πρόκειται να αλλοιωθώ από την πολιτική, να έχω τη θεσμική στάση με την οποία ξεκίνησα τη ζωή μου. Και η θεσμική μου στάση επιβάλλει, κάθε φορά που συναντώ την Αρχηγό του Κράτους ή τον εκάστοτε Αρχηγό του Κράτους, να αποδίδω την οφειλόμενη τιμή. Δεν θα αλλάξω.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Έρχομαι στα 12 ναυτικά μίλια. Είναι μια μεγάλη συζήτηση που συνεχίζεται επί χρόνια στη χώρα. Η κυβέρνησή σας επέκτεινε τον θαλάσσιο χώρο μας στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο. Η ερώτηση είναι, γιατί δεν το κάνει και στο Αιγαίο;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η ερώτηση βέβαια αυτή θα μπορούσε να απευθυνθεί σε όλους όσοι θήτευσαν τιμητικά στον υπουργικό θώκο του Υπουργού Εξωτερικών τα τελευταία 50 χρόνια, διότι κανείς δεν το αποτόλμησε, όπως βεβαίως και στους Προέδρους των Κυβερνήσεων. Εδώ τα πράγματα είναι σαφή. Η Ελλάδα έχει το εκ του διεθνούς δικαίου δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, οποτεδήποτε η ίδια το κρίνει σκόπιμο. Και πολλές φορές έχω διατυπώσει τη σαφή θέση της ελληνικής Πολιτείας, τη διαχρονική εθνική θέση, ότι η Ελλάδα επιφυλάσσεται να ασκήσει το δικαίωμα αυτό, όταν η ίδια το κρίνει σκόπιμο. Δεν το απεμπολεί και το διατηρεί στο ακέραιο να το πράξει όταν το κρίνει.
Το γιατί δεν γίνεται αυτό, γιατί δεν επεκτείνεται, είναι κάτι, το οποίο έχει να κάνει προφανώς και με την πολιτική διάσταση των πραγμάτων. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων δημιουργεί ιδιαίτερες συνθήκες. Προφανώς θα γίνει η επέκταση των χωρικών υδάτων, όταν αυτό κριθεί σκόπιμο. Το καταλαβαίνουμε όλοι. Δεν θα επηρεαστούμε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Και θέλω να σας πω το εξής. Εάν μία κυβέρνηση μπορεί να το πράξει, είναι η παρούσα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Και τούτο διότι, κύριε Χατζηνικολάου, εμείς έχουμε επιδείξει το σθένος για να μπορούμε να λύνουμε μακροχρόνια προβλήματα. Δείτε τη συμφωνία, την οποία έχουμε με την Αίγυπτο, η οποία έγινε με την παρούσα διακυβέρνηση, τη συμφωνία με την Ιταλία, την επέκταση των χωρικών υδάτων, τις στρατηγικές μας συμμαχίες, και τώρα τη συμμετοχή μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Εμείς είμαστε εκείνοι, οι οποίοι αναλαμβάνουν να κάνουν τα μεγάλα άλματα, να λάβουν τις μεγάλες αποφάσεις. Θα το πράξουμε όταν οι καιροί το απαιτήσουν.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θα συνεχίσω στο ίδιο ύφος και κλίμα, κύριε Υπουργέ, επικαλούμενος σημεία από τη συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά στο «Βήμα». Χαριεντίζονταν, είπε, ο Πρωθυπουργός και ο Κύπριος Πρόεδρος με τον Erdogan. Θέλω να σας ρωτήσω, πρώτον, αν το Κυπριακό έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί από την ελληνική κυβέρνηση ή όχι και πού βρισκόμαστε. Και δεύτερον, τι νόημα είχε αυτή η συνάντηση και αν πράγματι υπήρχαν χαριεντισμοί.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Υπάρχει η μικρή εικόνα και η μεγάλη εικόνα. Η μικρή εικόνα είναι η φωτογραφία της στιγμής, του Προέδρου της Τουρκίας με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θέλω να τονίσω το ακόλουθο για όσους δεν αντιλαμβάνονται την αξία του να συνομιλεί ο Πρόεδρος Κυπριακής Δημοκρατίας με τον Τούρκο Πρόεδρο. Θα ήθελα να επισημάνω ότι 50 χρόνια δεν έχει υπάρξει αυτή η συνάντηση. Ήταν η πρώτη φορά σε 50 χρόνια που είχαμε αυτή τη συνάντηση. Θα μου πείτε, έχει κάποια υπεραξία; Η υπεραξία της έγκειται στο ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία. Θα ήθελα να το γνωρίζει ο κόσμος αυτό, διότι είναι κάτι που πολλές φορές μας διαφεύγει. Η Τουρκία στην πραγματικότητα δεν δέχεται τη διεθνή υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άρα, όταν συνομιλεί ο Τούρκος Πρόεδρος με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα για την Κυπριακή Δημοκρατία. Και εκείνοι οι οποίοι λένε ότι αυτό δεν έχει καμία αξία, θα ήθελα να το ξανασκεφτούν. Υπάρχει όμως και μεγάλη εικόνα, τι γίνεται στο Κυπριακό…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κάποιες πλευρές λένε ότι το έχουμε εγκαταλείψει.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θέλω να είμαι απολύτως κάθετος, διότι είναι πραγματικά απογοητευτική η στάση ορισμένων, οι οποίοι επιλέγουν να κάνουν μια μικροπολιτική αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων, έτσι ώστε να αποκομίσουν πρόσκαιρα οφέλη. Το Κυπριακό, τους τελευταίους 16 μήνες έχει αναβαθμιστεί στο ύψιστο επίπεδο. Θέλω να θυμηθούμε πού βρισκόμασταν τα περασμένα χρόνια και ιδίως μετά το Κραν Μοντανά και την απόπειρα που έγινε για την επίλυση του Κυπριακού. Τα τελευταία πέντε χρόνια έχει γίνει σημαντική προσπάθεια. Η μεγάλη αναβάθμιση έρχεται στην πραγματικότητα το τελευταίο έτος, όπου, ενόσω υπήρχε μια μακρά αδράνεια, ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών διορίζει Προσωπική Απεσταλμένη, αναβαθμίζοντας στην πραγματικότητα το Κυπριακό σε νούμερο ένα προτεραιότητα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, πέρα από τους πολέμους. Στη συνέχεια έχουμε την άτυπη συνάντηση μεταξύ του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και των δύο ηγετών. Και επίκειται και μία πενταμερής συνάντηση με διευρυμένη σύνθεση, στην οποία θα συμμετέχει Ελλάδα, Τουρκία και Ηνωμένο Βασίλειο. Όλα αυτά συνιστούν μια πολύ σημαντική αναβάθμιση.
Θέλω όμως να σκεφτούμε κάτι για εκείνους που λένε ότι δεν είναι προτεραιότητά μας. Θέλω να πω το εξής. Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια και μετά το Κραν Μοντανά διακήρυσσε ότι δεν πρόκειται να προσέλθει στο τραπέζι των συζητήσεων για το Κυπριακό, ει μη μόνον αν αναγνωριζόταν η διεθνής υπόσταση της φερόμενης «ΤΔΒΚ». Έχω να πω λοιπόν το ακόλουθο. Στην πραγματικότητα διαφοροποιήθηκε η στάση αυτή. Πλέον συζητεί η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Συζητώντας στο πλαίσιο του ΟΗΕ, αποδέχονται στην πραγματικότητα και το πλαίσιο του ΟΗΕ, το οποίο είναι τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και σε καμία περίπτωση για δύο κράτη. Και προϊόντος του χρόνου, το Κυπριακό τίθεται και πάλι στο παγκόσμιο προσκήνιο και δημιουργείται μία νέα ευκαιρία για επίλυσή του. Θέλω να τονίσω ότι είναι σημαντικό ότι προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλε καθοριστικά η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Καταλαβαίνουμε όλοι πως το ότι υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και υπάρχει μια σχετική κατανόηση, βοηθάει έτσι ώστε να υπάρχει εξέλιξη στο Κυπριακό. Και αυτή τη στιγμή εμείς διατηρούμε μια βιώσιμη αισιοδοξία ότι θα υπάρξει μια μεγαλύτερη εξέλιξη.
Θέλω δε να τονίσω ότι τον τελευταίο χρόνο έχει υπάρξει πολύ μεγάλη αναβάθμιση του Κυπριακού και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θέλω να υπενθυμίσω ότι τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Απριλίου του 2024, πριν από λίγους μήνες, συνέδεσαν την πορεία της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση με την εξέλιξη στο Κυπριακό. Ήταν μια πάρα πολύ σοβαρή εξέλιξη. Πλέον, το Κυπριακό καθίσταται προτεραιότητα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θέλω να θυμίσω ότι τον Ιούνιο του 2023 τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναφέρουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση παρακολουθεί και συμμετέχει σε όλα τα στάδια επίλυσης του Κυπριακού. Άρα έχουμε καταφέρει να έχει αναβαθμιστεί σε επίπεδο ΟΗΕ, να έχει αναβαθμιστεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και πλέον η Τουρκία να συζητεί για το θέμα του Κυπριακού. Άρα αισθάνομαι ότι όχι μόνο δεν έχει εγκαταλειφθεί, αλλά για εμάς διαχρονικά παραμένει η πρώτη εθνική προτεραιότητα και θα την υποστηρίξουμε μέχρι τέλους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ρωτούν αρκετοί φίλοι ακροατές γιατί δεν προχωράμε σε ΑΟΖ με την Κύπρο, όταν μάλιστα υπάρχει το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Πράγματι, υπάρχει το παράνομο και ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο ανατρέχει στις αρχές της δεκαετίας και το οποίο, μολονότι είναι προφανές ότι είναι ανυπόστατο, δημιουργεί αυτές τις αξιώσεις, τις οποίες επικαλείται η Τουρκία. Το να επιλυθεί το θέμα της ΑΟΖ είναι κάτι, το οποίο επιβάλλει το διεθνές δίκαιο. Η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 ρητώς αναφέρει ότι ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα είναι αντικείμενο συζήτησης και συμφωνίας ή παραπομπής σε διεθνή δικαιοδοσία από τα γειτονικά κράτη που έχουν παρακείμενες ή αντικείμενες ακτές. Το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο. Το ίδιο ισχύει και για την Αίγυπτο. Το ίδιο ισχύει και για την Τουρκία. Πρόθεση της Ελλάδας θα ήταν βεβαίως να φτάσουμε σε μία συνολική συμφωνία, με βάση την οποία θα εξέλιπαν και όλα τα προβλήματα. Επαναλαμβάνω ότι είναι σημαντικό να υπάρχουν συμφωνίες με την Τουρκία για να πορευόμαστε στα θέματα, τα οποία είναι σημαντικά, όπως είναι ο συντονισμός στο μεταναστευτικό. Όμως, όσο δεν επιλύεται η μεγάλη υποκείμενη διαφορά μας, που είναι η οριοθέτηση, θα υπάρχουν πάντοτε εντάσεις, διότι θα υπάρχουν φερόμενες επικαλυπτόμενες αξιώσεις. Πρέπει να υπάρξει οριοθέτηση.
Και να κλείσω λέγοντας ότι η συζήτηση για την οριοθέτηση θα πρέπει, από τη δική μας πλευρά, από την ελληνική πλευρά, να γίνει όταν θα έχουμε υψηλό διεθνές κεφάλαιο. Όταν προσέρχεσαι σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, θα πρέπει στη διαπραγμάτευση αυτή να έρχεσαι αφ’ υψηλού και όχι όταν είσαι αδύναμος. Και σήμερα είμαστε σε αυτό το επίπεδο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ωστόσο, λένε πολλοί και είναι αυτό γενικά μία άποψη στην κοινωνία μας ότι ο Τούρκος συνέχεια ζητάει, ενώ εμείς προσερχόμαστε στις διαπραγματεύσεις χωρίς να θέτουμε αξιώσεις. Και ότι αυτό ουσιαστικά μας βάζει σε μία αδύναμη θέση.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Με κάθε σεβασμό, θα μου επιτρέψετε να πω ότι δεν ισχύει. Εκείνο το οποίο ισχύει είναι ότι οι τουρκικές αξιώσεις έχουν αναπτυχθεί συν τω χρόνω από το 1974 και ιδίως από τις αρχές του 2000. Η θεωρία της «γαλάζιας πατρίδας» ανατρέχει στη δεκαετία του ‘90. Η θεωρία για τις «γκρίζες ζώνες» ανατρέχει και ενδυναμώνεται από τη δεκαετία του 2000. Δεν είναι καινοφανείς. Είναι αξιώσεις, οι οποίες ανατρέχουν δεκαετίες και τις οποίες βεβαίως επαναλαμβάνει η Τουρκία. Δεν αφίσταται από τις θέσεις αυτές η Τουρκία, αλλά είναι θέσεις οι οποίες είναι διατυπωμένες από μακρού χρόνου. Η Ελλάδα επίσης έχει τις δικές της θέσεις, τις οποίες θέτει με ιδιαίτερη έμφαση. Δεν αποδέχεται ο,τιδήποτε από όλα αυτά και θέτει τα δικά της ζητήματα απέναντι στην Τουρκία. Είναι αυτονόητο ότι οι θέσεις αφίστανται. Είναι καλό να υπάρχει μια συζήτηση γύρω από τα θέματα, στα οποία μπορούμε να έχουμε έναν κοινό τόπο. Εάν δεν μπορούμε να έχουμε έναν κοινό τόπο στα μεγάλα ζητήματα, θα πρέπει αν μη τι άλλο να διαφυλάξουμε τα κεκτημένα μας.
Και θέλω να πω και το ακόλουθο. Η Ελλάδα προβάλλει τις αξιώσεις, οι οποίες απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και το κάνει συστηματικά. Η Ελλάδα κάνει μια εξωτερική πολιτική αρχών. Δεν πρόκειται ποτέ να υποκύψουμε στον λαϊκισμό. Δεν πρόκειται ποτέ να πούμε οποιοδήποτε ψεύδος στον ελληνικό λαό, ούτε να τον παραπλανήσουμε. Εμείς με σαφήνεια, με ανοιχτό πνεύμα, χωρίς φοβικά σύνδρομα, με αυτοπεποίθηση, θέλουμε να υπάρχει ασφάλεια στη χώρα μας. Ξέρετε διάβασα μία αρθρογραφία, η οποία αναφερόταν στο πώς αισθάνονται οι Έλληνες σε σχέση με την εξωτερική πολιτική. Καταλαβαίνω ότι μπορεί να υπάρχουν αντίθετες απόψεις και καταλαβαίνω ότι ορισμένοι θα ήθελαν να έχουμε μία πιο, ας το πούμε, επιθετική στάση. Δεν θα έλεγα διεκδικητική, διότι η διεκδίκηση έρχεται μέσα από τη σωφροσύνη, την αυτοπεποίθηση και το διπλωματικό κεφάλαιο. Αλλά η ελληνική στάση είναι εκείνη που, κατά την άποψή μου, είναι απολύτως ορθή. Η εξωτερική πολιτική είναι για να παράγει ασφάλεια και αυτοπεποίθηση.
Και θέλω να πω ότι ενόσω πριν από λίγα χρόνια ένα περίπου 70% των Ελλήνων πολιτών – 2 στους 3 Έλληνες πολίτες – είχαν ανησυχία για το πού πηγαίνουν τα εθνικά, για τα ελληνοτουρκικά, για την πιθανότητα κρίσης, σήμερα οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δίνουν ποσοστό, το οποίο είναι στο 7%. Άρα θέλω να πω ότι είναι σημαντικό οι Έλληνες πολίτες να αισθάνονται ασφαλείς. Και τους διαβεβαιώ ότι η πολιτική αυτή παράγει ασφάλεια. Εμείς θα είμαστε εδώ για να εγγυόμαστε τα εθνικά δίκαια με ισχυρή εθνική άμυνα, με ισχυρή οικονομία και με ισχυρή εξωτερική πολιτική.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ο κ. Λευτέρης Πλατύραχος, μου λέει: Νίκο, δεν σου απάντησε ο Υπουργός για την ΑΟΖ με την Κύπρο ή σου απάντησε ότι αυτή περνάει μέσα από τη συμφωνία μας με την Τουρκία; Είναι έτσι;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Δεν είναι καθόλου έτσι. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι η συζήτηση πρέπει να γίνει με όλα τα παρακείμενα κράτη. Είναι προφανές ότι και με την Τουρκία υπάρχει θέμα οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, όπως επίσης και με την Κύπρο. Όλα αυτά θα πρέπει να τεθούν στο τραπέζι και να προχωρήσουμε όταν ο χρόνος το επιβάλλει. Να σας πω όμως κάτι, κύριε Χατζηνικολάου, διότι πολλές φορές νομίζω ότι αγνοούμε τη μεγάλη εικόνα. Το αντικείμενο της οριοθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της υφαλοκρηπίδας – ας πάρουμε την Τουρκία – είναι ζήτημα, το οποίο συζητείται περίπου 25 χρόνια. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, και μετά την κρίση των Ιμίων το 1997, υπήρξαν 64 γύροι διερευνητικών επαφών. Όλες οι κυβερνήσεις, ανεξαιρέτως, όλες οι κυβερνήσεις, έκαναν διερευνητικές επαφές για να μπορέσουμε να δούμε το θέμα της οριοθέτησης. Θέλω, λοιπόν, να σας πω το εξής: όλες οι διερευνητικές επαφές απέτυχαν παταγωδώς. Δεν μπορέσαμε να βρούμε έναν κοινό τόπο και αυτό έχει να κάνει με τη διαφορετική αφετηρία την οποία έχουμε στα πράγματα. Όμως, βλέπω ότι υπάρχει μία στάση ότι θα πρέπει να λύσουμε τα πάντα μέσα σε ενάμιση χρόνο που βρίσκεται η παρούσα ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, όταν, για 50 χρόνια, δεν είχε υπάρξει εξέλιξη. Υπάρχει σοβαρή αναβάθμιση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, κυρίως επειδή υπάρχουν οι δίαυλοι επικοινωνίας, να αποσυμπιέζουν εντάσεις. Υπάρχει μία προοπτική, δεν θα πω μεγάλη, μικρή. Νομίζω ότι οφείλουμε να κρατάμε χαμηλά τον πήχη όταν πρόκειται για τόσο σύνθετα ζητήματα. Για το θέμα της συζήτησης της οριοθέτησης, ακόμα δεν έχουμε βρει καν το πλαίσιο της συζήτησης αυτής. Αλλά είναι πάρα πολύ σημαντικά τα όσα έχουν γίνει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κλείνω. Έμεινα, δυστυχώς, μόνο στα Ελληνοτουρκικά. Είναι τόσο πολλά τα θέματα που υπάρχουν. Θέλω, κλείνοντας, να έχω και ένα σχόλιό σας για το πώς εξελίσσονται οι σχέσεις μας με την Αλβανία και με την Βόρεια Μακεδονία, με τα Σκόπια.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Εμείς κάνουμε υπεύθυνη πολιτική και καταλαβαίνω ότι και στα πεδία αυτά υπάρχουν ορισμένοι, οι οποίοι θα ήθελαν να έχουμε μια επιθετική ρητορική και να προβούμε σε επιθετικές ενέργειες. Εγώ θέλω να πω ότι το εθνικό χρέος είναι να φροντίζει τα δίκαιά μας με τρόπο, ο οποίος εξυπηρετεί την εθνική μας γραμμή. Και με την Αλβανία και…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είχαμε προκλήσεις Ράμα το τελευταίο διάστημα και απέναντι στην Ελληνική Μειονότητα.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Έχετε απόλυτο δίκιο. Υπήρξαν σημαντικές προκλήσεις το τελευταίο διάστημα και ιδίως μετά τις δημοτικές εκλογές στη Χιμάρα. Εμείς κάναμε εκείνο, το οποίο έπρεπε. Διεθνοποιήσαμε το ζήτημα. Προστατεύσαμε τη μειονότητα. Θέσαμε το μειονοτικό στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι με την εκλογή του Μπελέρη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και με τη συμμετοχή του σήμερα στην Επιτροπή, η οποία αξιολογεί την πρόοδο της Αλβανίας στην πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά και με έναν ακόμη πιο σημαντικό τρόπο, κύριε Χατζηνικολάου. Θέλω να σας πω το εξής: σήμερα που μιλάμε χάρη στις προσπάθειες που έχει καταβάλει η ελληνική κυβέρνηση και το Υπουργείο Εξωτερικών, το ζήτημα της προστασίας της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας και το ζήτημα της προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των Ελλήνων ομογενών, που είναι τα δύο μεγάλα θέματά μας, έχουν καταστεί η κοινή θέση των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόλις τον περασμένο Οκτώβριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση περιέλαβε στην κοινή της γραμμή τα δύο αυτά ζητήματα: προστασία μειονοτήτων και προστασία περιουσιακών δικαιωμάτων ρητά ως θέσεις των 27 και ως κριτήριο για την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας. Άρα, κύριε Χατζηνικολάου και αισθάνομαι ότι πραγματικά έχουμε κάνει το εθνικά σωστό. Έχουμε καταφέρει και το ζήτημα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας το έχουμε ουσιαστικά αναγάγει σε ευρωπαϊκό. Είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μας συμβεί. Είναι ακριβώς ό,τι έχουμε πράξει και με την Τουρκία, με το Κυπριακό, όπου αναβαθμίζουμε τα ζητήματα αυτά σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και χάρη στο πολύ ισχυρό διεθνές αποτύπωμα, το οποίο έχουμε, προστατεύουμε πιο ωφέλιμα, πιο αποτελεσματικά τα εθνικά μας δίκαια.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Οι Πρέσπες θα εφαρμοστούν;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Πρόκειται για διεθνή συνθήκη, η οποία οφείλει να εφαρμόζεται απαρέγκλιτα και χωρίς καμία απολύτως διαφοροποίηση. Η σημερινή κυβέρνηση ως αντιπολίτευση, και εγώ, είχα τοποθετηθεί αρνητικά για τη συμφωνία των Πρεσπών. Θεωρώ ότι έχει σοβαρά ζητήματα και νομικά και δικαιοπολιτικά. Πλην όμως, αποτελεί μια διεθνή συνθήκη, η οποία υπερισχύει των νόμων, δεν τροποποιείται μονομερώς και παράγει διεθνείς υποχρεώσεις. Είναι σαφές. Και τα δύο μέρη οφείλουν να την τηρούν. Από την πλευρά μας, πάντοτε τηρείται καλόπιστα. Δυστυχώς, μετά τις εκλογές στη Βόρεια Μακεδονία είχαμε μια ρητορική, η οποία παρεξέκλινε. Θέλω να διαβεβαιώσω ότι δεν υπάρχει περίπτωση η ελληνική κυβέρνηση να επιδείξει οποιαδήποτε ανεκτικότητα στο ζήτημα αυτό. Υπήρξαν σοβαρότατες παραχωρήσεις για να διασφαλιστεί η έναντι πάντων ονομασία σύνθετη ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας. Θα παραμείνουμε προσκολλημένοι στο ζήτημα αυτό και θα υποστηρίξουμε με κάθε τρόπο την εφαρμογή της. Διαφορετικά, αυτονοήτως θα υπάρξουν συνέπειες.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κλείνω ζητώντας ένα σχόλιο στο ερώτημα που έχουν θέσει αρκετοί συμπολίτες μας για τη στάση της χώρας μας στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Ρωτούν μήπως το παρακάναμε στο να στηρίζουμε την Ουκρανία; Μήπως δηλαδή ήμασταν «το πιο καλό παιδί της Δύσης», σε βάρος κάποιες φορές των εθνικών μας συμφερόντων;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Έχουμε στη γειτονιά μας δύο πολέμους. Έχουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία από την ρωσική επιθετικότητα και έχουμε και τη σύρραξη στη Μέση Ανατολή. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις εμείς εφαρμόζουμε ενιαία κριτήρια και είναι τα κριτήρια, τα οποία βασίζονται στο διεθνές δίκαιο. Στην μεν περίπτωση της Μέσης Ανατολής σαφώς τοποθετηθήκαμε ότι παρά την στρατηγική σχέση, την οποία έχουμε με το Ισραήλ, υπάρχει δικαίωμα άμυνας και οφείλει πάραυτα να υπάρξει απελευθέρωση των ομήρων, αλλά θα πρέπει η αυτοάμυνα να ασκείται εντός των ορίων του διεθνούς και ιδίως του ανθρωπιστικού δικαίου και για τον λόγο αυτό έχουμε μια στάση αρχής.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: …με τους κανόνες της αναλογικότητας.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Και με τους κανόνες της αναλογικότητας, όπως σωστά λέτε και γι’ αυτό άλλωστε το λόγο έχουμε καταφέρει να έχουμε μια άριστη σχέση τόσο με το Ισραήλ, αλλά όσο και με τον αραβικό κόσμο. Εγώ είχα μια εξαιρετική συνάντηση με τους πρέσβεις των 15 αραβικών χωρών, όπου εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους για την Ελλάδα. Στην περίπτωση της Ρωσίας, ομοίως. Εδώ έχουμε μια μονομερή επιθετική ενέργεια, η οποία βάλλει κατά της ακεραιότητας μιας άλλης χώρας. Η στάση της Ελλάδας δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική, παρά το να υποστηρίζουμε τον αμυνόμενο. Με ρωτάτε γιατί να το πράξουμε; Σας απαντώ γιατί η Ελλάδα, ως χώρα, η οποία οφείλει να σέβεται το διεθνές δίκαιο, θα πρέπει να στηρίζει τον αμυνόμενο για να μπορεί να επικαλείται οποτεδήποτε χρειαστεί ακριβώς το διεθνές δίκαιο. Για μας η υποστήριξη του διεθνούς δικαίου, η υποστήριξη της εδαφικής ακεραιότητας, η αντίθεση σε οποιαδήποτε μορφή αναθεωρητισμού είναι μονόδρομος. Δεν μπορεί σήμερα η Ελλάδα να έχει μια επαμφοτερίζουσα πολιτική όταν υπάρχει προσβολή του διεθνούς δικαίου και επιθετικότητα. Και, αν χρειαστεί στο μέλλον, που ελπίζω να μην χρειαστεί ποτέ. Εάν χρειαστεί όμως, τότε να βρεθούμε σε θέση να κατηγορηθούμε ότι όταν έπρεπε δεν σταθήκαμε με τον δρόμο του δικαίου. Εμείς θα συνεχίσουμε να έχουμε μια πολιτική αρχής και όχι μια συναλλακτική πολιτική.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κλείνω με προσωπικό ερώτημα, παρακαλώ εκείνο το ας με πουν και μειοδότη, δεν με νοιάζει αν είναι να κάνω αυτό που πιστεύω σωστό για την πατρίδα. Τι το θέλατε κύριε Υπουργέ;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κατ’ αρχάς δεν ειπώθηκε αυτό. Ξεκινάμε απ’ αυτό. Υπήρξε μια ερώτηση, κύριε Χατζηνικολάου, η οποία ήταν ως εξής: εάν έχω ξεπεράσει το λεγόμενο σύνδρομο της Ζυρίχης. Το σύνδρομο της Ζυρίχης είναι το σύνδρομο εκείνο, με βάση το οποίο οποιοσδήποτε ασχολείται με τα εθνικά θέματα καίγεται. Και είναι προτιμότερο να έχουμε αδράνεια και ακινησία. Και αν, εξ’ αυτού του λόγου, μπορώ να ανεχθώ τα λεγόμενα περί μειοδοσίας. Η απάντησή μου είναι ότι όχι, δεν έχω εξοικειωθεί με αυτό. Δεν μπορώ να ανεχθώ ότι αυτή τη στιγμή μπορεί να υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι χαρακτηρίζουν τον οποιοδήποτε Υπουργό Εξωτερικών ή τον οποιονδήποτε Πρωθυπουργό ως μειοδότη. Εγώ δεν θα το πω ποτέ για κανέναν, ακόμη και αν διαφωνώ με την ουσία της άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Ποτέ, μα ποτέ, δεν θα χαρακτηρίσω κάποιον μειοδότη. Θεωρώ ότι είναι χρέος μου εθνικό να θέτω την γνώμη μου, να θέτω εκείνο το οποίο θεωρώ ότι είναι σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο, αλλά να στηρίζω την εθνική μας γραμμή. Έχοντας πει αυτό, να σας πω και το ακόλουθο. Εγώ από την πρώτη μέρα που ανέλαβα, επειδή ακριβώς είχα μία πιστή γραμμή, η οποία είναι η γραμμή του διαλόγου, της ειρηνικής επίλυσης της διαφοράς, της ενίσχυσης της διεθνούς θέσης της χώρας υπήρξαν ορισμένες πηγές, οι οποίες με χαρακτήριζαν με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. Οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Αυτό δεν με αποθάρρυνε. Αυτό είπα. Δεν πρόκειται να αποθαρρυνθώ από εκείνους, οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν το μονοπώλιο του πατριωτισμού. Εκείνο, το οποίο ισχύει, είναι ότι εάν εγώ βρίσκομαι στη θέση να υποστηρίξω τη χώρα χωρίς να κάνω παραχωρήσεις και να δημιουργήσω μία ειρηνική και ασφαλή γειτονιά για τις μελλοντικές γενιές που θα έρθουν, τότε δεν θα πτοηθώ από τους χαρακτηρισμούς. Βεβαίως και με ενοχλεί, διότι χτυπάει στο μαλακό υπογάστριο της δικής μου εθνικής συνείδησης, αλλά αυτό δεν θα με πτοήσει, διότι έχω τη συνείδησή μου ήσυχη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ευχαριστώ θερμά τον Υπουργό Εξωτερικών, τον κύριο Γιώργο Γεραπετρίτη, γι’ αυτήν την, νομίζω, πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη. Ευχαριστώ, κύριε Υπουργέ.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Ήταν μεγάλη μου τιμή, κύριε Χατζηνικολάου,
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και δική μου.